Κατά καιρούς δύο αιώνια βασανιστικά ερωτήματα επανέρχονται επίμονα. Χρειάζονται, άραγε, οι ποιητές; Έχει θέση η ποίηση στις ζωές των ανθρώπων; Σε εποχές άγριες, όπως αυτή που διανύουμε, προβάλλει η ερωτηματικότητα ακόμα πιο επιτακτικά. Συνήθης είναι η άποψη ότι η ποίηση χρησιμεύει για να ευφρανθούν οι αισθήσεις μέσω της αισθητικής των λέξεων και του εσωτερικού ρυθμού που διαθέτει ένα ποίημα. Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και οι συμβολισμοί ενός ποιήματος δημιουργούν εικόνες στους αναγνώστες που ηδονίζουν την αισθητική πλευρά του ανθρώπου.

Αν ισχύουν τα παραπάνω, και ποίηση είναι μόνο αυτό, τότε εν πολλοίς είναι μια πολυτέλεια περιττή και δε χρειάζεται στην καθημερινότητα, καθώς στο προσκήνιο βρίσκεται η πάλη για τη βιωτή. Αυτός είναι ένας λόγος που δε διαβάζει ποίηση η πλειοψηφία των ανθρώπων. Υπάρχει, όμως, και ένας λόγος που ανάγεται στην ύπαρξη. Ενώ ενστικτωδώς αναγνωρίζεται ότι η ποίηση αγγίζει κάτι το υψηλό, ταυτόχρονα υπάρχει ένας φόβος προσέγγισής της. Αυτό που ψυχικά έλκει αλλά και φοβίζει ταυτόχρονα ονομάζεται δέος. Τι είναι αυτό που φοβίζει άραγε; Στην πραγματικότητα είναι η αναμέτρηση με τον εαυτό. Συνεπώς, η ποίηση είναι κάτι περισσότερο από απλή αίσθηση. Ο πραγματικός ποιητής, όταν συλλαμβάνει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, πέρα από το τεχνικό και αισθητικό μέρος του πράγματος, βιώνει σε μια άλλη διάσταση του πραγματικού ένα γεγονός το οποίο το εξωτερικεύει με λέξεις. Αυτό το γεγονός βιώνεται στο χωροχρόνο της φαντασίας σε μια «αλλιώς» πραγματικότητα. Ο εσωτερικός αυτός χώρος είναι ο φαντασιακός χώρος, εκεί όπου συναντιέται η νόηση με τα συναισθήματα. Η νόηση συναισθάνεται και τα συναισθήματα νοούν πάνω στις μορφές. Αυτές οι μορφές, αποκαθαρμένες από τη διαστρεβλωμένη εξωτερική πραγματικότητα, αληθεύουν και οδηγούν τον ποιητή στην αρχετυπική καταγωγική φύση του ανθρώπου. Στο βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο ποιητής φτάνει στο κάλλος της φύσης. Επομένως, εκεί βρίσκεται το Καλό. Στην ουσία ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή αναμέτρηση αυθυπέρβασης με τον εαυτό του. Σκοπός είναι να διαβεί την Πύλη που θα τον οδηγήσει στο κάλλος της φύσης του. Το κάλλος αυτό δεν περιγράφεται με ηθικολογικούς όρους, αλλά με οντολογικό περιεχόμενο.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, συμπεραίνεται ότι ποιητές μπορούν εν δυνάμει να είναι ανεξαιρέτως όλοι οι άνθρωποι. Οι εξωτερικές πράξεις των ανθρώπων καθορίζονται μέσα από αυτή την εσωτερική λειτουργία. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συμβεί αλλαγή στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο αν δε συμβεί η υπαρξιακή επαναστατική διάβαση του εαυτού στη φύση του. Υπό αυτή την έννοια, η ποίηση έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον κόσμο. Ο άνθρωπος θέλει;

 

Τριαντάφυλλος Σερμέτης                       Δημοσιεύθηκε 29 Μαρτίου 2016

 

Πηγή:http://www.e-dromos.gr/h-poihsh-se-kairous-afwnous/


 

 

Write comment (0 Comments)

 

 Της Αναστασίας Βούλγαρη*

 

Ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης, με το πρώτο του ποίημα το Άρρητο, ανοίγει την πύλη εισόδου και μας καλωσορίζει στον ποιητικό του κόσμο.

Άφωνοι είναι οι καιροί κι όμως ο ποιητής επιμένει. Με την Ηλιόλουστη Ύλη του Έρωταοικοδομεί το δικό του Στερέωμα σ’ έναν διαφορετικό χωροχρόνο.

Η θάλασσα, ο ήλιος, η βροχή, τα κύματα, η ομίχλη γίνονται ο χώρος της ύπαρξης του, όπου εγγράφονται τα συναισθήματά του, ενώ ο χρόνος μετράται μόνον κυκλικά: χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι˙ μόνο το φθινόπωρο απουσιάζει… Άραγε δηλωτικό των μηνυμάτων της ποιητικής συλλογής, αλλά και της ιδιοσυστασίας του ποιητή;

Περνάμε την πύλη. Ο ποιητής παράκτιος. Μπροστά του η θάλασσα του μυστηριακού κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και της κοινωνίας.

Τούτη τη θάλασσα/ κρατώ στην αγκαλιά μου/ νανουρίζω του βυθού της/ τους χαμένους έρωτες

Η ερημιά της ακρογιαλιάς δυσβάσταχτη κι εκείνος επιθυμεί ν’ αναζητήσει τον Άλλον για να ενωθεί μαζί του. Αποφασίζει να μπει στην ενδοχώρα. Παρατηρεί τους συνανθρώπους του μέσα στις κόκκινες πολιτείες/ κρυμμένες μωβ θλιμμένες/ ζωές βασανισμένες/ζητούν ανάσταση/ από εξουσίες που τους πατούν.

Τον ποιητή χλευάζουν οι περαστικοί/ την άσχημη ομορφιά, η στείρα ζωή της ενδοχώρας θολώνει το βλέμμα τους κι αντιλαμβάνονται την ομορφιά σαν ασχήμια. Ο ποιητής λυπάται για τους ανθρώπους που είναι νεκροί/ στου αλαλαγμού την ανεμοθύελλα. Η πολιτεία κινδυνεύει, γκρίζα σύννεφα/πνίγουν την πολιτεία/ αύριο θ’ αποκοιμηθεί / το Μεγάλο Ύπνο. Η πόλη πεθαίνει, μας φωνάζει ο ποιητής, ποιος όμως τον ακούει; Ο θάνατος της πόλης θα σημάνει τον θάνατο του πολιτισμού, καθώς οι αλυσοδεμένες ψυχές περιφέρουν τα γκρίζα σώματά τους άδεια στα πεζοδρόμια. Γιατί νεκροί για πάντα/ το βέλος του Εγώ την καρδιά κάρφωσε/ Εκείνος που ζει για τον εαυτό του/ να ζει δεν άρχισε ακόμα. Εδώ η κραυγή του ποιητή για τον ατομισμό που μας χωρίζει από τον Άλλον κι αυτή η διαίρεση μας καταστρέφει.

Ο δρόμος του ποιητή μέσα στην ενδοχώρα είναι ματωμένος, δύσβατος γεμισμένος/ με στάλες αίμα/ από αγκάθινα στεφάνια.

Τελικά, ο ποιητής επιστρέφει στη θάλασσα του, αλλά δεν μας απαρνείται. Αντίθετα, συμπάσχει με τα δεινά μας: τον φόβο, την απώλεια, τις σκιές, τον αέναο κύκλο του θνήσκοντος έρωτος, τον αέναο κύκλο του ηττημένου ανθρώπου και του πόνου. Η θλίψη αιώνια διαρκεί, διαπιστώνει κι η ψυχή του θρηνεί για μας και στέλνει το μήνυμα: έτσι θα περιδινείται ο άνθρωπος, όσο δεν αποφασίζει να εγκαταλείψει την ενδοχώρα για να συναντήσει τον ενάλιο ποιητή, εκείνον που ανήκει στη θάλασσα. Εμείς σωπαίνουμε. Τότε εκείνος ερημώνει. Καθισμένος στην ακρογιαλιά συνομιλεί με τον Θάνατο του. Δεν τον φοβάται γιατί εκείνος έχει, ήδη, αναμετρηθεί με τις σκιές του. Άλλωστε το ξέρει: την ύστατη στιγμή μονάχα ο άπειρος Ληξίαρχος / τ’ όνομά σου φωτίζει.

Εκεί, στην εσχατιά του κόσμου ολομόναχος, ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης είναι ο μεγάλος ερωτευμένος της ζωής. Γιατί σ’ ολάκερη τη γη, κανένας ποτέ δεν έγινε ποιητής προτού πεθάνει για έναν Έρωτα. Γι’ αυτό ο Σερμέτης παραμένει ανυποχώρητος. Τροφοδοτεί τον αγώνα του χαράζοντας με το δάχτυλο πάνω στο Στερέωμα τις λέξεις των μεγάλων νοημάτων: Αλήθεια, Δικαιοσύνη, Ανάσταση, Αθανασία… Αρνείται εκείνην τη μισή ζωή (…) της εφήμερης αλλοίωσης /που την ψυχή σκουριάζει. Αντικρίζει κατάματα την Αλήθεια της ύπαρξής του ακόμα κι όταν αυτή η αλήθεια τον πληγώνει. Ο ποιητής, συχνά, αιωρείται πάνω από την άβυσσο, άλλοτε μελαγχολεί˙ ωστόσο, αρνείται να κρυφτεί στη σκιά της αναλήθειας. Αντίθετα, εξομολογείται: Η πόρτα μικρή/ ολάκερος γαλάζιος ουρανός εμπρός μου/ που ποτέ δεν διάβηκα.

Ο ποιητής μάς απλώνει το χέρι και μας καλεί να τον συναντήσουμε, ανοίγοντάς μας τον δρόμο σπαραχτικά με το κόκκινο κύμα, το αίμα της αιμάσσουσας ψυχής του. Άλλωστε, εκεί σιμά του στην ακροθαλασσιά, εκεί κείται ο έρωτας που περιμένει να ενσαρκωθεί. Αξίζει να διανύσουμε την απόσταση για να τον συναντήσουμε.

 

 

                       Δημοσιεύθηκε 16 Απριλίου 2016

 

 

Πηγή:http://www.e-dromos.gr/myxies-pafseis/ 


 

Write comment (0 Comments)

Τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα διατυπώνεται η άποψη ότι δεν υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι για να παρέμβουν στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα τώρα που η χώρα διάγει αυτή την πολυποίκιλη κρίση. Να διευκρινίσω εξαρχής ότι διαφωνώ με τον όρο «πνευματικοί άνθρωποι». Ο Χατζιδάκις έλεγε: «Ποιος άνθρωπος δεν έχει πνεύμα; Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν πνεύμα». Ωστόσο, ας χρησιμοποιήσουμε τον όρο καταχρηστικά για να συνεννοηθούμε.

Πνευματικοί άνθρωποι πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε όλες τις εποχές, άλλοτε λιγότεροι και άλλοτε περισσότεροι. Φυσικά και στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν άνθρωποι που στοχάζονται και έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να εκφέρουν την άποψή τους εμπεριστατωμένα. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν κάποια ονόματα ανθρώπων της πόλης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι, που επάξια ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Στους παροικούντες εν Θεσσαλονίκη ασφαλώς ανήκει ο φιλόσοφος Παναγιώτης Δόικος, εμπνευστής των «φιλοσοφικών συναντήσεων», ο επίσης φιλόσοφος Δημήτρης Αθανασάκης, ο θεολόγος Χρυσόστομος Σταμούλης με τις παρεμβάσεις του σε δημόσια θέματα, οι λογοτέχνες Θανάσης Τριαρίδης και Ισίδωρος Ζουργός. Ακόμα και ο Στέλιος Χαλκίτης καταγράφεται, εν πολλοίς, στη Θεσσαλονίκη με το μεστό κοινωνικό και πολιτικό λόγο του, παρότι ζει μόνιμα στην Κάλυμνο. Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλοι πολλοί, αλλά δεν επαρκεί ο φιλόξενος χώρος αυτής της στήλης.

Λόγος, λοιπόν, υπάρχει για τα τεκταινόμενα, αλλά δε διαχέεται και υπάρχουν κάποιες αιτίες γι’ αυτό. Μπορεί να εκφέρεται ελεύθερος ο λόγος, αλλά δεν έχει δύναμη. Δε φτάνει στα αυτιά των πολιτών, καθώς -ειδικά σήμερα- καλύπτεται από την τύρβη της παραπολιτικής φλυαρίας και της οικονομίστικης και τεχνοκρατικής προσέγγισης και ανάλυσης, θάβεται κάτω από το βόρβορο της τηλεόρασης που χειραγωγεί τη σκέψη τις ώρες της υψηλής τηλεθέασης, παραλύει από το αναισθησιογόνο της απαιδευσίας και της πνευματικής νωθρότητας, ασφυκτιά από τις αναθυμιάσεις του ατομικισμού, ως στάσης ζωής. Τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: θέλει πραγματικά η κοινωνία να ακούσει τους πνευματικούς ανθρώπους; Ουσιαστικά η φωνή τους αποτελεί τη συνείδηση μιας κοινωνίας και δεν είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι θέλουν να ακούσουν τη συνείδησή τους. Στις περιπτώσεις που καταφέρνει να φτάσει ο λόγος αληθινός, απελευθερωτικός, λυτρωτικός, παρηγορητικός, αιρετικός, ανατρεπτικός και επαναστατικός, απουσιάζει ο δημιουργός του από τη ζωντανή πραγματικότητα, είτε γιατί δεν προβάλλεται επαρκώς είτε γιατί αναγνωρίζεται μετά θάνατον.

Επομένως, πνευματικοί άνθρωποι υπάρχουν και θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά στα δημόσια πράγματα, αλλά η επιλογή μιας κοινωνίας είναι η πνευματική της ένδεια προερχόμενη από την αδιαφορία που αποτελεί στάση ζωής και μυεί τον άνθρωπο στην αντίληψη ότι δεν μπορεί και δεν υπάρχει λόγος να ενεργεί για οτιδήποτε. Τούτα τα σημεία των καιρών απεικονίζουν μια απόλυτα μηδενιστική κοινωνία.

 

 Τριαντάφυλλος Σερμέτης                       Δημοσιεύθηκε 3 Δεκεμβρίου 2016

 

Πηγή:http://www.e-dromos.gr/anazhtwntas-ton-xameno-stoxasth/


 

Write comment (0 Comments)

 

Η μετάβαση από το φεουδαρχικό πολιτικό σύστημα που διαιώνιζε την κοινωνική ανισότητα, την αδικία και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτέλεσε, από τον Διαφωτισμό και έπειτα, το σημείο αναφοράς για την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη μη ταξική διάκριση των πολιτών. Όλα τα χρόνια αυτού του πολιτικού συστήματος, παρά τις διαστρεβλώσεις, τις ατέλειες και τις επιβουλές που δέχθηκε από την ανθρώπινη ιδιοτέλεια, σε γενικές γραμμές εξισορροπούσε τις ταξικές αντιθέσεις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όταν περιέπεφταν σε μεγαλύτερη ανισότητα οι κοινωνικές ομάδες.

Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, το σύστημα αυτό άρχισε να λειτουργεί με όρους πολιτικού μάρκετινγκ εμπορίας και διαφήμισης, με όρους αγοράς και πολυεθνικών εταιριών, και ως εκ τούτου πνέει τα λοίσθια. Η λογική των σχέσεων της κοινωνίας με την εξουσία άλλαξε άρδην. Τα προγράμματα των κομμάτων πωλούνται ως προϊόντα στην αγορά με συνθηματικούς τρόπους, χωρίς πολιτική συνοχή και, αναλόγως με το τι επιζητά το καταναλωτικό κοινό, τα πουλάνε ως υπόσχεση. Βέβαια, μόλις οι πολίτες αγοράσουν τις υποσχέσεις, οι κυβερνήσεις λειτουργούν εναντίον τους και υπέρ των πραγματικών αφεντικών τους, δηλαδή των πολυεθνικών εταιριών. Λειτουργούν, δηλαδή, ως υπαλληλικό προσωπικό, αφού το πολιτικό προσωπικό εκπροσωπεί έμμεσα αλλά και άμεσα, πλέον, εταιρίες καθώς και το μεγάλο κεφάλαιο. Υπάρχει μια παρατεταμένη κρίση του πολιτεύματος, το οποίο αποτελεί επίφαση δημοκρατίας ή με άλλα λόγια έμμεση δικτατορία. Και υπάρχει δικτατορία, διότι τα κόμματα μιμούνται σε απόλυτο βαθμό τις μεγάλες εταιρίες στις οποίες, στην εσωτερική τους λειτουργία, η λέξη δημοκρατία είναι άγνωστη, καθώς η ιεραρχική τους δομή υπακούει στη στρατιωτική λογική της απόλυτης υποταγής στην αυθεντία. Και η μίμηση των εταιριών βρίσκεται και στη διαφθορά, επειδή, όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα, στηρίζουν την ανάπτυξή τους στη δωροδοκία, η οποία βρίσκεται στο DNA τους. Τα ΜΜΕ λειτουργούν ως διαφημιστικές εταιρίες πώλησης της πραμάτειας τους, μέσω των πολιτευτών. Οι πολιτικές εκπομπές θυμίζουν τις κραυγές των πωλητών στη λαϊκή αγορά.

 

Μεταδημοκρατία στον παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο φασισμό

Αυτό το στημένο πολιτικό σύστημα εκπροσώπησης, στην πραγματικότητα, των ολιγαρχών, είναι η επονομαζόμενη μεταδημοκρατία. Η δόμηση αυτή διαθέτει τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου φασισμού, με επίκεντρο τα οικονομικά νούμερα, άσχετα με την πραγματική ζωή, που δεν αντανακλούν τη βιωτή των κοινωνιών. Οι ανισότητες που δημιουργεί αυτού του είδους η πολιτική, η συρρίκνωση των δικαιωμάτων και το ξήλωμα του δημόσιου τομέα σμικρύνουν επικίνδυνα τη δημοκρατία. Αυτή είναι και η λογική της μνημονιακής πολιτικής. Η απόλυτη υποταγή της πολιτικής στα δυνατά οικονομικά κέντρα την αυτονομεί από την κοινωνία και δημιουργεί μία πολιτική τάξη που δεν έχει επαφή με τους πολίτες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής. Η παθητικοποίηση των πολιτών, που εκφράζεται και με την αποχή ή με ψήφο ανοχής, δηλώνει ξεκάθαρα ότι δυσανασχετούν με την απο-ιδεολογικοποιημένη κατανάλωση των προσφερόμενων πολιτικών προϊόντων. Στο γεγονός αυτό έγκειται η κεντρική αιτία της αδιαφορίας όσων χαρακτηρίζονται πολιτικά αδιάφοροι. Αυτό που σαν όρος άρχισε να ονομάζεται «ΠΑΣΟΚισμός» του οποίου η βασική λογική είναι το σπιράλ των σχέσεων της εξουσίας προς τον μεγάλο αρχηγό. Αυτό διέφθειρε μια ολόκληρη κοινωνία. Αυτές οι ρίζες του ΠΑΣΟκισμού είναι τόσο βαθιές μέσα στην κοινωνία, που δεν είναι εύκολο να διερευνήσει κανείς με ποιο τρόπο αλλάζει αυτή η συνείδηση. Μια σοβαρή αιτία της κρίσης είναι βέβαιο ότι οφείλεται σε αυτό το γεγονός.

Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως πολύ εύστοχα έχει αναλυθεί, μετατοπίστηκε πολιτικά και έχει κεντροαριστεροποιηθεί προς τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, γίνεται εμφανές ότι πλέον είναι μέρος του προβλήματος και εμποδίζει τη λύση. Και το χειρότερο είναι ότι παρέσυρε ένα τμήμα της κοινωνίας προς αυτή την ψευδαίσθηση της διεξόδου. Επομένως, η εναλλακτική πρόταση για την πολιτική διέξοδο ταυτίζεται με την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας, και είναι σαφές ότι οι μνημονιακές πολιτικές περνούν μέσα από την ποιότητα αυτής. Σε μεγάλο ποσοστό, όμως, οι πολίτες έχουν πειστεί ότι αυτή είναι πλέον η κατάσταση και δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος. Φτάνουμε δηλαδή στο τέλος της δημοκρατίας;

 

Τι αδυνατεί να συλλάβει η Αριστερά

Ποια είναι η θέση της Αριστεράς σε αυτό το διαμορφωμένο περιβάλλον; Ο λόγος που η Αριστερά έχει αποτύχει στο παρελθόν και σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο αδυνατεί να συναρθρώσει μια συγκροτημένη πρόταση και περιπέφτει στην ανυποληψία, δεν είναι άλλος από το ότι έχει τη μονόφθαλμη οπτική της υλιστικής αντίληψης των πραγμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα ενσωματώνεται στο σύστημα του φιλελευθερισμού, σε μια διαχειριστική λογική κυνικού και ψυχρού περιεχομένου, στο οποίο με μια αναδιανεμητική πολιτική ταξικής υφής θα λυθεί το πρόβλημα. Γιατί, όμως, δεν καταφέρνει να συν-κινήσει; Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορείς να δώσεις λύση αν συλλαμβάνεις τον μισό άνθρωπο και όχι ολόκληρο. Και ο άνθρωπος νοεί και αισθάνεται και αυτό είναι ύπαρξη. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα προπάντων είναι εσωτερικές διεργασίες της ανθρώπινης ουσίας και μετά διαμορφώνονται θεσμικά. Η Αριστερά αδυνατεί να το συλλάβει αυτό και για αυτό το λόγο αποτυγχάνει. Η ύλη προϋποθέτει την ύπαρξη και όχι το αντίθετο, να λύνονται δηλαδή όλα στο πλαίσιο των υλικών παραγωγικών σχέσεων.

Η πολιτική διέξοδος και η μετάβαση σε μια διευρυμένη ποιοτική δημοκρατία είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία, που προϋποθέτει τη συνάντηση των υλικών παραγωγικών σχέσεων και των βαθύτερων υπαρξιακών αναγκών των ανθρώπων. Αλλιώς, η διαδικασία συγκρότησης πολιτικού υποκειμένου δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τη συγκρότηση του εαυτού, του ατομικού και του δημόσιου, στην απόλυτη σύμπλεξη.

Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να διαμορφωθεί ένα συλλογικό κίνημα δημοκρατίας που θα έχει τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν. Ίσως μια καινούργια οπτική με ρίζες τις υπαρξιακές ανάγκες των ανθρώπων (και όχι τη μηδενιστική ιδιοτέλεια και χρηστικότητα) με τις αξιακές αρχές του ουμανισμού, να δώσει την ποιοτική εκείνη διεύρυνση θεσμών που θα εμβαθύνουν τη δημοκρατική συνείδηση. Η σύζευξη αυτή θα συναρμόσει την Αριστερά του 21ου αιώνα που θα προτείνει τον εναλλακτικό δρόμο διεύρυνσης της δημοκρατίας και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις απεμπλοκής από τα μνημόνια. Αν δεν ηττηθεί ο εσωτερικός εχθρός που λυμαίνεται τη δημοκρατία, δεν υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης της επίθεσης των διεθνών τοκογλύφων. Για αυτό το λόγο τα αποπροσανατολιστικά διλήμματα μνημονίου-αντιμνημονίου ή ευρώ-δραχμής είναι περιοριστικά και δεν λύνουν το πρόβλημα. Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας που έχει επέλθει τα τελευταία χρόνια δεν υποκειμενοποιήθηκε σε ένα πολιτικό κίνημα γιατί ακριβώς δεν συν-κινήθηκε υπαρξιακά. Στη Λατινική Αμερική, που συντέθηκαν δημιουργικά τα ζητήματα των υπαρξιακών αναγκών με την Αριστερά και τον μαρξισμό, πολιτικοί σχηματισμοί πέτυχαν και πετυχαίνουν να συγκινήσουν και να διευρύνουν τους θεσμούς της δημοκρατίας με όχημα τα κινήματα που δημιουργήθηκαν.

Εναλλακτικός δρόμος υπάρχει και είναι η δημοκρατικοποίηση της χώρας, αρκεί να αναληφθούν οι πρωτοβουλίες εκείνες που, χωρίς ιδεολογικές εμμονές και δογματισμούς που χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, θα έχει ως σκοπό μια υποκειμενοποιητική διαδικασία συγκρότησης ενός κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, ενός ξεσηκωμού, πρώτιστα πνευματικού. Η πιο μορφωμένη γενιά από σύστασης του ελληνικού κράτους έχει τη δυνατότητα με πρότυπο το ήθος και την αγωνιστικότητα να αποτελέσει την προμετωπίδα ενός αγώνα δημοκρατίας. Και τότε, μόνο τότε, θα αρθεί και η μνημονιακή εποχή.

 

Τριαντάφυλλος Σερμέτης                       Δημοσιεύθηκε 31 Οκτωβρίου 2015

 

Πηγή:http://www.e-dromos.gr/to-telos-ths-dhmokratias/

 


 

Write comment (0 Comments)

Today 17

Yesterday 16

Month 33

All 82287

Counter