Άρθρα
- Details
- Written by Super User
- Category: Άρθρα
- Hits: 1641
Καλούμαστε σε μια κρίσιμη χρονικά στιγμή για τη χώρα μας να ανταποκριθούμε, ως πρόσωπα, σε μια πολυεπίπεδη πραγματικότητα και να οικοδομήσουμε, με τις δικές μας δυνάμεις, τη νέα μεταπολίτευση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα επίδικα είναι να ανιχνεύσουμε την Αριστερά του 21ου αιώνα, να συλλογιστούμε με ποιο τρόπο θα συγκροτηθεί το συλλογικό υποκείμενο για να δοθεί μια πολιτική διέξοδος στη χώρα. Παράλληλα, για να επισυμβούν τα παραπάνω, επιβάλλεται η πολιτική ενοποίηση του πολιτικού σχηματισμού της Αριστεράς και η αναπροσαρμογή της οργανωτικής του δομής. Κατά τη γνώμη μου, το ένα συνδέεται με το άλλο ως μια κλωστή που υφαίνει ένα ύφασμα.
Για να καθορίσουμε τον στρατηγικό στόχο γύρω από τον οποίο θα χρωματίσουμε την Αριστερά του 21ου αιώνα και θα αποτελέσει τον ενοποιητικό παράγοντα του πολιτικού οργανισμού καταρχήν και στη συνέχεια τη δημιουργία συνάρθρωσης πολιτικού υποκειμένου, οπωσδήποτε θα λάβουμε υπ’ όψιν μας τα εργαλεία της ιστορικής κινηματικής Αριστεράς, αλλά θα πρέπει να γίνει η σωστή διάγνωση της κρίσης για να υπάρξει σωστή θεραπεία.
Το 1887 ο Νίτσε είχε προβλέψει ότι οι επόμενοι δύο αιώνες θα είναι οι αιώνες της πλήρους απαξίωσης των πάντων, του απόλυτα αρνητικού μηδενισμού. Τι σημαίνει, όμως, μηδενισμός; Μηδενισμός υφίσταται όταν οι ύψιστες αξίες της ανθρωπότητας απαξιώνουν τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει το «γιατί», παρά μόνο λειτουργεί το ένστικτο της ατομικής επιβίωσης χωρίς κάποιο στόχο. Με συμπληρωμένο τον έναν από τους δύο αιώνες, η προφητεία του επιβεβαιώνεται πλήρως. Ο τρόπος που εξασκείται η πολιτική και διαρθρώνεται η οικονομία, καθώς και το κίνητρο για την παραγωγή, μαρτυρούν το αληθές της πρόβλεψης. Κορύφωση της μηδενιστικής αντίληψης επήλθε το 1992, όταν ο νεοφιλελεύθερος διανοητής Φουκουγιάμα είχε γράψει ότι «η ιστορία τελείωσε».
Μέσα σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πλανητικής απαξίωσης, η Ελλάδα, ως ένα μεταπρατικό μιμητικό κράτος, ενσωμάτωσε το «παράδειγμα» αυτό κακέκτυπα. Από το 1974 οι πολιτικές της ηγεσίες, μπολιασμένες με τη μηδενιστική ατομική νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, δημιούργησαν ένα κράτος χωρίς καμιά αξιοκρατία. Οι ποιότητες εκδιώχθηκαν και οι μετριότητες επικράτησαν κάνοντας δόγμα τον αμοραλισμό, με όχημα την κατανάλωση ως τη μόνη αξία με οποιοδήποτε μέσο. Οι πελατειακές σχέσεις εντάχθηκαν σε αυτό το σχήμα, με αποτέλεσμα η διαφθορά να θεωρείται ως ένα φυσιολογικό φαινόμενο. Με μέσο την εκπαίδευση οι ηγεσίες ποδηγέτησαν το λαό. Η γνώση παράχθηκε ως χρηστικό μέσο και όχι ως αυτοσκοπός αυτοβελτίωσης. Έτσι γέμισε η Ελλάδα γνωστικούς καταρτισμένους αμόρφωτους.
Ριζοσπαστική αξιακή ταυτότητα
Αυτή η μηδενιστική πνευματική και πολιτισμική παρακμιακή έκπτωση είναι η αιτία της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η πολιτική διέξοδος από αυτή τη σκοτεινή εποχή θα προέλθει μόνο όταν συγκροτηθεί μια ριζοσπαστική αξιακή ταυτότητα, σε μια συλλογική ομάδα ικανή να οδηγήσει τη χώρα στο μεταπαρακμιακό φωτεινό μονοπάτι. Ριζοσπαστισμός σημαίνει την ολοκληρωτική αλλαγή του ανθρώπου από τη ρίζα, τη βαθύτερη πρωτογενή υπαρξιακή του αλλαγή. Αξιακή ταυτότητα είναι η απελευθέρωση της ηθικοποίησης των ηθών, νοηματοδοτώντας το βίο. Με βάση αυτούς τους ορισμούς, τα κριτήρια για τη μετάβαση στο μεταπαρακμιακό φωτεινό μονοπάτι προϋποθέτουν ένα νέο συνταγματικό πατριωτισμό κοινών αξιών, που θα εστιάζεται σε μια πραγματικά άμεση δημοκρατία. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ολοκληρωτική αναμόρφωση του κράτους. Το σύστημα του κοινοτισμού είναι το πιο πρόσφορο για να αναδομηθεί η άμεση δημοκρατία. Για να υπάρξει άμεση δημοκρατία, το κριτήριο είναι η αποκέντρωση σε όλα τα επίπεδα, από το πληθυσμιακό μέχρι το κομματικό. Τα δημοψηφίσματα για όλα τα μεγάλα θέματα αποτελούν προϋπόθεση της πραγματικής δημοκρατίας. Η δυνατότητα της ανακλητότητας των αιρετών συνιστά το βάθεμα της συμμετοχής. Η παραγωγική συγκρότηση στο κοινοτικό σύστημα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σε ένα άλλο μοντέλο, μη καταναλωτικό. Όλα αυτά προϋποθέτουν μια αναγκαιότητα πολιτιστικής αναγέννησης με κέντρο την αναμόρφωση της εκπαίδευσης σε ανθρωπιστική κατεύθυνση, η οποία θα παράγει ανθρώπους έντιμους και καλλιεργημένους και θα δια-μορφώνει πνευματικά ολοκληρωμένες προσωπικότητες.
Επομένως, ο στρατηγικός στόχος μας, προκειμένου να συνεισφέρουμε με έναν αδιαμεσολάβητο και ενορατικό λόγο, χρειάζεται να εστιαστεί στη δημιουργία ενός οράματος, το οποίο είναι η υπέρβαση του μηδενισμού μέσω μιας πολιτιστικής αναγέννησης που θα εμπεριέχει αυτή όλα τα ταυτοτικά στοιχεία ενός ανθρωπολογικού τύπου ταυτισμένου με τα στοιχεία της διαφάνειας και της φωτεινότητας ώστε να αναστηλωθεί το διαλυμένο υποκειμένο. Στόχος δύσκολος, που πιθανόν ξεπερνά τις δυνάμεις μας ίσως, αλλά είναι ο μόνος δρόμος για να συναρθρωθεί συλλογικό υποκείμενο που θα έχει τη φλόγα, την κανονικότητα της ιστορίας να την μετατρέψει σε ενδεχομενικότητα και ασυνέχεια. Και αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνο ολόκληρη η ύπαρξη. Δηλαδή, η νόηση και το συναίσθημα που συναντιούνται σε ένα τρίτο επίπεδο πραγματικότητας, το φαντασιακό.
Τριαντάφυλλος Σερμέτης Δημοσιεύθηκε 18 Οκτωβρίου 2014
Πηγή:http://www.e-dromos.gr/fantasiako-sullogiko-upokeimeno/
Write comment (0 Comments)
- Details
- Written by Super User
- Category: Άρθρα
- Hits: 1577
Ο Κριαράς δεν είναι μόνο ένας σημαντικός νεοελληνιστής, δεν είναι απλά και μόνο ένας σπουδαίος βυζαντινολόγος. Πρώτα και κύρια είναι ένας μεγάλος δημοτικιστής, ο τελευταίος των μεγάλων. Συνέγραψε 60 βιβλία και 1.000 περίπου άρθρα. Η ζωή του και το έργο του διατρέχονται από το μεγάλο πνευματικό κίνημα του δημοτικισμού, που διαμόρφωσε τα ιδεολογικά και επιστημονικά αιτήματα επιχειρώντας να συνδέσει τη γλώσσα με τις ανάγκες του λαού. Τα «αγωνίσματα» εναντίον του ιδεολογικού ελέγχου του πανεπιστημίου και του σχολείου αποτελούν παρακαταθήκη για τις γενιές που επέρχονται. Ο διμέτωπος αγώνας εναντίον της καθαρεύουσας και της συντήρησης, η μάχη για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, η ματαίωση των προσδοκιών, όλα αυτά αποτελούν ένα ιστορικό μοτίβο που διαπερνά τον 20ό αιώνα, με τον Κριαρά παρόντα. Ο «επιστήμονας οφείλει να είναι στο εργαστήριό του αλλά όχι μόνο. Οφείλει και να πράττει», είχε δηλώσει.
Μετά τη δικτατορία είχε εντείνει τους αγώνες του για τη γλώσσα. Έτσι, το 1976, στην κυβέρνηση Καραμανλή, αποτέλεσε μέλος της Επιτροπής για την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και τα έτη 1981-1982, επί της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου, διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής για την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος.
Βαθιά δημοκρατικός, πίστευε στην ισότητα του διδάσκοντος και του διδασκόμενου. Με ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης σε υπέρτατο βαθμό, διατύπωνε την άποψη ότι η κληρονομιά του αιώνα που μας πέρασε μας δίδαξε την ανύψωση του ανθρώπου, και όχι την ταπείνωσή του. Παράλληλα, η μη εκμετάλλευση ανθρώπου προς άνθρωπο αποτελούν προαπαιτούμενο της παιδείας μας στο σχολείο.
Για τη σημερινή κρίση έλεγε ότι «είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον… ηρωισμό να θαυμάζει τους αρχαίους χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν…». «Όποιος κατέχει τη γλώσσα κατέχει την προσωπική και την εθνική αυτοσυνειδησία και του πολιτισμού. Δυστυχώς, το σχολείο χωλαίνει στη γλώσσα και η κατοχή της εκεί μαθαίνεται».
Τους νέους τους προέτρεπε «να μη φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων». Σε παλαιότερη συνέντευξή του όταν ρωτήθηκε ποιο είναι αυτό που αποτελεί το κεντρικό σημείο γι’ αυτή τη γεμάτη ενέργεια και αγωνιστική ζωή του, είχε απαντήσει: Ο έρωτας! Η ύπαρξη του έρωτα για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία αποτελούν την κινητήρια δύναμη ενεργοποίησης του πάθους για τη δημοκρατία, την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη. Στο τελευταίο του αυτοβιογραφικό έργο Απόλογος βίου όταν ρωτήθηκε ποιον περιληπτικό τίτλο θα έδινε για τη ζωή του, είχε απαντήσει: «Στη ζωή μου έκαμα αυτό που θεωρούσα καθήκον μου».
Τριαντάφυλλος Σερμέτης Δημοσιεύθηκε 30 Αυγούστου 2014
Write comment (0 Comments)
- Details
- Written by Super User
- Category: Άρθρα
- Hits: 1566
Αναμφίβολα οι Ευρωεκλογές ανέδειξαν εμφατικά το πρόβλημα δημοκρατικότητας που υφίσταται πλέον σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η δυσκολία στην Ε.Ε δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι ενδυναμώθηκαν μέσα από την εκλογική διαδικασία ο ευρωσκεπτικισμός και η Ακροδεξιά που, πράγματι, αποτελούν αντικείμενο μελέτης, αλλά είναι επιτακτικό να προσανατολιστούμε στην αποχή, που αποτελεί το κύριο αντικείμενο προβληματισμού. Η κρίση δημοκρατικότητας είναι συνέπεια της κρίσης της αντιπροσωπευτικότητας.
Η αποχή σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ιταλία, ξεπέρασε το 50% φτάνοντας μέχρι και το 87% στην Τσεχία. Με αυτά τα δεδομένα, ποια νομιμοποίηση μπορεί να υπάρχει τελικά στο Ευρωκοινοβούλιο; Οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται είναι αλλοιωμένοι ή όχι; Υπάρχει αποπολιτικοποίηση στους ευρωπαίους πολίτες ή η πολιτική περνάει μεγάλη κρίση απαξίωσης; Για να απαντηθούν όλα αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να διαγνωστούν οι αιτίες.
Οι γενικές αιτίες του φαινομένου μας δείχνουν ότι το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης μοιάζει να μην κατανοείται ευρωπαϊκά, να πρυτανεύουν κριτήρια και σκοποθεσίες που δεν έχουν σχέση με τις έως τώρα κατακτήσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών, την ιδιαιτερότητα των αναγκών και προτεραιοτήτων του ευρωπαίου ανθρώπου. Eίναι πια σαφέστατη η απειλή να οδηγηθεί η Eυρώπη σε μια εξομοιωτική των λαών της πολτοποίηση, με ολοκληρωτική την υποταγή τους στους όρους του παγκοσμιοποιημένου, δίχως αντίπαλο, και γι’ αυτό αχαλίνωτου παιχνιδιού των «αγορών».
Οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται τον ευρωπαϊκό οργανισμό, με τη γραφειοκρατική σύσταση που φέρει, ως ιδιαιτέρως απομακρυσμένο από τα προβλήματα της πραγματικής κοινωνίας. Ο υπερεθνικός οργανισμός, δομημένος με συστατικά παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου φασισμού με επίκεντρο τα οικονομικά νούμερα, άσχετα με την πραγματική ζωή, δεν αντανακλά τη βιωτή των κοινωνιών. Οι ανισότητες που δημιουργεί αυτού του είδους η πολιτική, η συρρίκνωση των δικαιωμάτων και το ξήλωμα του δημόσιου τομέα σμικρύνουν επικίνδυνα τη δημοκρατία. Όλα αυτά δημιουργούν το αίσθημα της περιθωριοποίησης και κατά συνέπεια με την ψήφο ανάθεσης δεν θα αλλάξει κάτι δραματικά στη ζωή των ανθρώπων. Επιπλέον, η πολιτική, ταυτιζόμενη με την οικονομία, αυτονομείται από την κοινωνία και δημιουργείται μία πολιτική τάξη που δεν έχει επαφή με τους πολίτες. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής. Οι αξίες, οι αρχές αλλά και η πνευματική παράδοση της Ευρώπης, που τη συνόδευαν από το Διαφωτισμό και πέρα, έχουν καταρρεύσει με το κύμα του παγκοσμιοποιημένου βάρβαρου φιλελευθερισμού. Οι φιλόσοφοι του 20ού αιώνα, που αναζητούσαν το υπαρξιακό νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, σήμερα αποτελούν γραφικές καρικατούρες ενός παρελθόντος, μπροστά στη βαρβαρότητα της αμερικανοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου.
Η Αριστερά οφείλει να επανασυνδεθεί με τα προτάγματα της σκέψης και της υπαρξιακής αναζήτησης και νοηματοδότησης των πνευματικών αξιών και της κουλτούρας, που οδήγησαν την Ευρώπη στον εξαίσιο πολιτισμό της. Είναι επιτακτικό η πολιτική να γίνει ξανά επίκεντρο, ώστε να αποκατασταθεί η Δημοκρατία.
Η Αριστερά, εγκλωβισμένη στον οικονομικό λόγο της, ως αντεστραμμένος νεοφιλελευθερισμός, οφείλει να δώσει απαντήσεις στην πραγματική ζωή και να εστιάσει στην πνευματική παράδοση της Ευρώπης, η οποία είναι «η γνώση για τη γνώση και όχι η γνώση για την «αγορά»». Να επανανοηματοδοτήσει τον ανθρωπισμό στο πλαίσιο της παράδοσής της, υφαίνοντας εξαρχής την κλωστή που συνδέει την Ευρώπη με τις ρίζες του Διαφωτισμού. Οι προοδευτικές δυνάμεις, όμως, μέχρι στιγμής επιχειρούν να απαντήσουν με τα ίδια όπλα στους αντιπάλους τους, δίχως να κατανοούν ότι αποξενώνονται από την κοινωνία με αυτή τη συμπεριφορά. Ο Γκράμσι έλεγε: «Να είσαι αλλοτριωμένος σημαίνει να έχεις τις ιδέες του αντιπάλου σου στο κεφάλι σου».
Τριαντάφυλλος Σερμέτης Δημοσιεύθηκε 6 Ιουνίου 2014
Write comment (0 Comments)
- Details
- Written by Super User
- Category: Άρθρα
- Hits: 1871
΄΄Ποτέ δεν είδα κάποια αντίφαση ανάμεσα στις ιδέες που πιστεύω και στις ιδέες αυτού του συμβόλου, αυτής της εξαιρετικής φυσιογνωμίας του Ιησού Χριστού΄΄ είχε πει ο Φιντέλ Κάστρο. Η μαρξιστική θεωρία δομεί την αντίληψή της για το δίκαιο πάνω στο βασικό μεθοδολογικό της εργαλείο για την εξέταση των κοινωνικών φαινoμένων: τον ιστορικό υλισμό. Οι μαρξιστές θεωρητικοί του δικαίου αντιμετωπίζουν το Δίκαιο ως μέρος του εποικοδομήματος της κοινωνίας και κατά συνέπεια θεωρούν ότι επηρεάζεται και επηρεάζει την οικονομική βάση της κοινωνίας και ότι αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα στοιχεία του εποικοδομήματος.
Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει όποιος θα ήθελε να διερευνήσει τη μαρξιστική θεωρία του δικαίου είναι, ότι δεν υπάρχει κάποιο σύγγραμμα γραμμένο από τους κλασικούς συγγραφείς του μαρξισμού που να είναι εξολοκλήρου αφιερωμένο στο δίκαιο. Παρόλα αυτά υπάρχουν σε πολλά κλασικά βιβλία αρκετές παραπομπές στο ρόλο του δικαίου και έτσι μπορεί να εξαχθεί μια ολοκληρωμένη άποψη της μαρξιστικής αντίληψης για το δίκαιο. Η πρώτη θεμελιώδης αναφορά για το δίκαιο (ίσως είναι ορθότερο, σε σχέση με τη μαρξιστική αντίληψη, να χρησιμοποιείται ο όρος νομικό εποικοδόμημα) που συναντάται στα κλασικά μαρξιστικά κείμενα βρίσκεται στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος , όπου οι Μαρξ και Ένγκελς απευθυνόμενοι στην αστική τάξη αναφέρουν ότι «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που, κατά τα φαινόμενα, το περιεχόμενο της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας». Η άλλη θεμελιώδης αναφορά εντοπίζεται στον πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας , στον οποίο διαβάζουμε ότι «το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων , αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σ’ αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης... Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση, τότε ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γρηγορότερα ή αργότερα ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρύζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής... από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς, από τις ιδεολογικές μορφές, που μ’ αυτές συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν». Με βάση τα παραπάνω αποσπάσματα μπορούμε να δούμε τη βασική μεθοδολογία με την οποία θα έπρεπε, κατά τους μαρξιστές να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα του Δικαίου: πρέπει να εξετάζονται έχοντας ως επιστημονική-φιλοσοφική βάση την ιστορικοϋλιστική αντίληψη για την κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα διαβάζουμε στο πρώτο απόσπασμα ότι το δίκαιο, οι νόμοι του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος συνδέονται με τις επιδιώξεις, δηλαδή με τη συνειδητή συμπεριφορά, της κυρίαρχης αστικής τάξης. Κρίθηκε μάλιστα σκόπιμο από τους Μαρξ και Ένγκελς να τονίσουν ότι η θέληση της κυρίαρχης τάξης καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξής της, θέλοντας να υπογραμμίσουν ότι οι υλικές συνθήκες καθορίζουν και όχι το αντίστροφο. Στο δεύτερο απόσπασμα μάλιστα εξηγώντας την κινητήρια δύναμη κοινωνικής εξέλιξης, το νομικό σύστημα τοποθετείται μαζί με την πολιτική στο εποικοδόμημα της κοινωνίας. Έτσι, καθορίζεται η θεμελιώδης σχέση οικονομίας και δικαίου: οι σχέσεις παραγωγής είναι αυτές που αποτελούν τη βάση, το πλαίσιο που καθορίζεται το νομικό εποικοδόμημα. Στο σημείο αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ώστε να μη διαστρεβλωθεί το νόημα που ήθελαν οι ιδρυτές του μαρξισμού να προσδώσουν στη σχέση βάσης-εποικοδομήματος. Οι Μαρξ και Ένγκελς καθόλου δεν εννοούσαν μια μηχανιστική και μονόδρομη επίδραση στην οποία η οικονομία καθορίζει με απόλυτο τρόπο τις νομικές, πολιτικές και άλλες σχέσεις του εποικοδομήματος. Στη μαρξιστική θεωρία εξ ίσου έντονο με το υλιστικό είναι και το διαλεκτικό στοιχείο: το εποικοδόμημα αντεπιδρά στην οικονομική βάση. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως το νομικό εποικοδόμημα, όπως και οι άλλες πλευρές του εποικοδομήματος ,έχει αυτοτελή ιστορική εξέλιξη. Οι οικονομικές σχέσεις είναι η καθοριστική βάση της ιστορίας της κοινωνίας. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως το εποικοδόμημα διαθέτει τη δική του ιστορική δράση. Όσον αφορά το νομικό εποικοδόμημα, ο Ένγκελς σημειώνει ότι «το δίκαιο δεν πρέπει μόνο να ανταποκρίνεται στη γενική οικονομική κατάσταση, να είναι έκφρασή του, αλλά να είναι και μια έκφραση με εσωτερική συνοχή, έτσι που να μην αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της με εσωτερικές αντιφάσεις. Και για να συντελεστεί αυτό, παραβιάζεται όλο και περισσότερο η πιστή αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων». Δηλαδή, η εσωτερική συνοχή που απαιτείται για τη λειτουργία του δικαίου οδηγεί στο να έχει το νομικό εποικοδόμημα μια σχετική αυτοτέλεια, η οποία με τη σειρά της καθιστά δυνατή την αντεπίδραση των νομικών μορφών στις κοινωνικές σχέσεις. Για παράδειγμα, η σύμβαση εργασίας στον καπιταλισμό δεν αποτελεί απλά τη νομική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπου ο κεφαλαιοκράτης και ο εργάτης, σαν τυπικά ισότιμοι εμπορευματοκάτοχοι έρχονται μεταξύ τους σε συμφωνία. Για τους μαρξιστές, η νομική αυτή μορφή είναι σε μεγάλο βαθμό και κατά κανόνα απαραίτητη για την υλοποίηση της ουσίας της σχέσης αυτής και για τη λειτουργία του οικονομικού μηχανισμού άντλησης της υπεραξίας. Η σχετική αυτή αυτοτέλεια είναι το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει στο νομικό εποικοδόμημα να ενσωματώνει διεκδικήσεις των τάξεων και στρωμάτων που υφίστανται εκμετάλλευση. Η κυρίαρχη τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές λαμβάνουν κατά κανόνα υπόψη τους τις διαθέσεις των καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων, λαμβάνουν τελικά υπόψη τους το συσχετισμό των δυνάμεων. Ο συσχετισμός των δυνάμεων θεωρείται ο παράγοντας εκείνος που καθορίζει τη σχετική αυτοτέλεια του δικαίου από την οικονομική του βάση. Εμφανίζονται λοιπόν καταστάσεις κατά τις οποίες η κρατική εξουσία αναγκάζεται συχνά να μην εφαρμόζει ή να ανέχεται τη μη ουσιαστική εφαρμογή του νόμου κάτω από την πίεση των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων και με στόχο να εκτονώσει τις πιέσεις που υφίσταται. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει κάποιος να παρασυρθεί· η μαρξιστική θεωρία στο σημείο αυτό είναι ξεκάθαρη: η όποια αντανάκλαση του συσχετισμού των δυνάμεων στο νομικό εποικοδόμημα δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει το θεμελιώδες αυτό στοιχείο: την κυρίαρχη τάξη, το κράτος της, το νομικό της σύστημα. Οι όποιες νομοθετικές κατακτήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων είναι εκ των πραγμάτων πάντα δευτερεύουσες. Το κυρίαρχο οικονομικό και νομικοπολιτικό σύστημα τις αφομοιώνει πλήρως. Το δίκαιο παραμένει, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή του, έκφραση του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού και εκφράζει την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Μπορεί η άρχουσα τάξη σε επιμέρους τομείς να προβαίνει σε παραχωρήσεις, αυτό όμως καθόλου δεν αλλοιώνει την ουσία της εξουσίας της όπως εκφράζεται και στο δίκαιο. Μετά λοιπόν από την παραπάνω διευκρίνιση και αφού υπενθυμίσουμε ότι από τη μαρξιστική σκοπιά οι βασικές ιδιότητες του δικαίου είναι η έκφραση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και η διατήρηση και ενίσχυση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, θα ήταν χρήσιμο συνθέτοντας τα παραπάνω στοιχεία να καταλήξουμε σε ένα ορισμό του δικαίου, πάντα, όμως, μέσα από τη μαρξιστική μεθοδολογία. Δηλαδή, παίρνοντας ως δεδομένη τη διαίρεση της κοινωνίας σε ανταγωνιστικές τάξεις και χρησιμοποιώντας τις αρχές του ιστορικού υλισμού. Τότε, θα μπορούσα να πούμε ότι «το νομικό εποικοδόμημα είναι το σύστημα κανόνων δικαίου που προστατεύονται από το κράτος και που εκφράζει τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και τις συνακόλουθες κοινωνικές σχέσεις (αποτελώντας τη μορφή τους) και, ως εκ τούτου, εκφράζει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους». Στον παραπάνω («μαρξιστικό») ορισμό του δικαίου βλέπουμε να αναδύεται ένα στοιχείο που μέχρι στιγμής δεν έχουμε σχολιάσει: η σχέση δικαίου και κράτους, στα πλαίσια πάντα του ιστορικού υλισμού. Σύμφωνα λοιπόν με τους κλασικούς του μαρξισμού οι νόμοι αποκτούν ισχύ μέσω της κρατικής εξουσίας, μέσω της υλικής και ιδεολογικής δύναμης επιβολής που διαθέτει το κράτος. Ο Ένγκελς στο έργο του ΄΄Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας΄΄ έγραφε: «Όλες οι ανάγκες της κοινωνίας των πολιτών-αδιάφορο ποια τάξη κρατά την εξουσία- πρέπει να περάσουν από την κρατική θέληση για να αποκτήσουν γενική ισχύ με τη μορφή νόμων». Ο Λένιν στο άρθρο του ΄΄Αντιφατική θέση΄΄ τόνιζε ότι «η θέληση, αν είναι θέληση του κράτους, πρέπει να εκφραστεί σα νόμος, καθιερωμένος από μια εξουσία, διαφορετικά η λέξη ΄΄θέληση΄΄ είναι μια κούφια λέξη, μια σαπουνόφουσκα». Βλέπουμε. λοιπόν, πως για τους θεωρητικούς του μαρξισμού το δίκαιο και το κράτος συνδέονται από μια σχέση ανάγκης: οι νομικοί κανόνες, γραπτοί ή άγραφοι, καθώς και το δίκαιο στο σύνολό του εξασφαλίζει την εφαρμογή του χάρη στην κρατική εξουσία. Το δίκαιο πηγάζει από την κρατική εξουσία, άμεσα ή έμμεσα( στην περίπτωση αναγνώρισης από το κράτος ενός κανόνα ως δικαιικού όταν δεν έχει θεσπιστεί με πρωτοβουλία του ίδιου του κράτους) και προστατεύεται από αυτήν. Ωστόσο, ο ένας ή ο άλλος κανόνας δικαίου, ή ακόμη και τμήματα του νομικού συστήματος, είναι δυνατό να μη βρίσκουν εφαρμογή είτε γιατί το κράτος αδιαφορεί είτε γιατί το κράτος ανέχεται είτε γιατί το κράτος το ίδιο δεν το θέτει σε εφαρμογή. Οι τελευταίες εξαιρέσεις δημιουργούνται ως αποτελέσματα δευτερευόντων παραγόντων και δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σχέση ανάγκης μεταξύ κράτους και δικαίου. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, το νομικό εποικοδόμημα συνολικά, αλλά κατά κανόνα και σε κάθε επιμέρους ρύθμιση, βρίσκεται υπό την προστασία της κρατικής εξουσίας. Είναι δυνατόν, όμως, για λόγους που σχετίζονται με τις διακυμάνσεις της ταξικής πάλης ή και ποικιλόμορφους άλλους παράγοντες, κάποιοι κανόνες δικαίου να μην προστατεύονται πραγματικά, ή τουλάχιστον όχι αποτελεσματικά, από την κρατική εξουσία. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω του ευνοϊκού για την εργατική τάξη συσχετισμού των δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, επειδή δεν έχουν όλοι οι νόμοι ως σημείο αναφοράς το κράτος αλλά και επειδή υπάρχουν πλευρές που το κράτος δεν ενδιαφέρεται να περιβάλει με τη μορφή του νόμου, είτε γιατί δεν υπάρχει ανάγκη ακόμη για κάτι τέτοιο είτε γιατί δεν έγινε δυνατό είτε γιατί η κρατική εξουσία επιθυμεί να κρατήσει αφανείς τις σχετικές της δραστηριότητες. Μια άλλη σημαντική πτυχή της σχέσης δικαίου-κράτους αφορά τη συζήτηση για την επίδραση που ασκεί το νομικό εποικοδόμημα στην κρατική εξουσία. Η παραδοσιακή αστική θεωρία υποστηρίζει ότι το δίκαιο ορθότερα το δίκαιο της καπιταλιστικής περιόδου) θέτει φραγμούς στην κρατική εξουσία εξασφαλίζοντας τελικά την υποταγή του κράτους στους νομικούς κανόνες. Υπάρχει, δηλαδή, μια αυτοδέσμευση της κρατικής εξουσίας μέσω του δικαίου: οργανώνοντας τον τρόπο άσκησης της με κανόνες δικαίου, η κρατική εξουσία αυτοπεριορίζεται, αυτοδεσμεύεται να μην ενεργεί αυθαίρετα, αλλά όταν και όπως ο νόμος ορίζει. Η αυτοδέσμευση αυτή, όμως, είναι στην πράξη πολύ σχετική έως ανύπαρκτη. Για τους μαρξιστές η τήρηση της νομιμότητας από την κρατική εξουσία κρίνεται από το συσχετισμό των δυνάμεων. Έτσι, σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, και ανάλογα με τον συσχετισμό των δυνάμεων, τα νομικά κωλύματα παραμερίζονται. Με παρόμοιο σκεπτικό καταρρίπτεται και το επιχείρημα ότι το δίκαιο θέτει το πλαίσιο που διεξάγεται η ταξική πάλη. Σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, η ,ύπαρξη και η διαπάλη των κοινωνικών τάξεων μεταξύ τους καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής, από τη διαλεκτική σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Η οικονομική βάση είναι που καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η ταξική πάλη. Αυτό είναι και το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αστικής νομικής επιστήμης: αρνείται τον καθοριστικό, για τους μαρξιστές, ρόλο της οικονομικής δομής των παραγωγικών σχέσεων. Αρνείται, δηλαδή, το ότι οι νομικές έννοιες και αρχές πηγάζουν από τις οικονομικές σχέσεις και όχι το αντίθετο, ενώ διαστρέφουν με νομικά μέσα την πραγματικότητα θεωρώντας την ανεστραμμένη. Αποτυγχάνει λοιπόν να διακρίνει την πραγματική ταξική φύση του κράτους και του δικαίου και τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν και διευκολύνουν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης. Πριν ολοκληρώσουμε την ενότητα αυτή θέλουμε να σχολιάσουμε τη σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στο δίκαιο και τα άλλα στοιχεία του εποικοδομήματος. Σύμφωνα με τις αρχές του ιστορικού υλισμού ο θεμελιώδης παράγοντας που επηρεάζει την κίνηση του εποικοδομήματος είναι η οικονομική βάση. Υπάρχει όμως και αλληλεπίδραση ανάμεσα στα διαφορετικά στοιχεία του εποικοδομήματος. Όπως σημείωνε και ο Ένγκελς: «η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κλπ ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους, όμως, επιδρούν επίσης η μία πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση». Μιλήσαμε πριν για τη σχέση δικαίου και κράτους. Εκτός από τη σχέση αυτή, όμως, και άλλες μορφές του εποικοδομήματος επιδρούν στο δίκαιο: η ιδεολογία σε όλες τις μορφές της (πολιτική, θρησκευτική κλπ), η ηθική, οι αισθητικές αντιλήψεις επηρεάζουν τη διαμόρφωση του δικαίου. Ισχύει, βέβαια, και το αντίστροφο: ο νόμος επιδρά στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών, πολιτικών, θρησκευτικών κ.λ.π. ιδεολογικών πεποιθήσεων, στις ηθικές και αισθητικές αντιλήψεις. Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις ιδεολογικές μορφές (μια εκ των οποίων είναι και το δίκαιο) οφείλεται στην σχετική αυτοτέλεια της κίνησης τους. Κυρίαρχη συνιστώσα στην κίνηση τόσο του νομικού όσο και του συνόλου του εποικοδομήματος, σε κάθε περίπτωση, πάντως παραμένει η έκφραση των αναγκών αναπαραγωγής του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
Η χριστιανική παράδοση έχει μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στην συσσώρευση πλούτου.Η παράδοση αυτή, έχει ως υπόβαθρο τα πανάρχαια κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Ο νόμος του λαού Ισραήλ είχε σαφείς διατάξεις ενάντια στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής:“Η γη δεν πρέπει να πωλείται οριστικά…” (Λευ. 25:23), ενώ θέσπιζε θεσμούς όπως τα Ιωβηλαία έτη για τον ίδιο λόγο.Επίσης, οι προφήτες διακήρυτταν με θάρρος λόγους που με σημερινούς όρους, θα μπορούσαμε άνετα να τους χαρακτηρίσουμε αντικαπιταλιστικούς: “Αλίμονο σε εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι άλλο σπίτι κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοικοι!” (Ησ. 5:8).
Αργότερα, ο Ιησούς Χριστός κράτησε ξεκάθαρη στάση απέναντι στον πλούτο και το χρήμα: “Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους• γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα.” (Ματθ. 6:24). “Είναι ευκολώτερον να περάση μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά πλούσιος να μπη εις την βασιλείαν του Θεού.” (Ματθ. 19:24, ΚΔΤΚ)
Η πρωτοχριστιανική κοινότητα που ιδρύθηκε από τους αποστόλους, βασίστηκε στην κοινοκτημοσύνη των πιστών, και την απόρριψη της ατομικής ιδιοκτησίας: “όλοι οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά· πουλούσαν ακόμα και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους, και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός”(Πράξ. 2:44-45). “Όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά.” (Πράξ. 4:32). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει “κανείς ανάμεσά τους που να στερείται τα απαραίτητα. Γιατί όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων. Απ’ αυτό δινόταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.” (Πραξ. 4:34-35).
Επίσης, ηγετικές προσωπικότητες αυτής την κοινότητας, όπως ο Ιάκωβος, είχαν ξεκάθαρη στάση απέναντι στον πλούτο: “Ακούστε με τώρα εσείς οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανά σας, που όπου να ‘ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε, και τα ρούχα σας τα ‘φαγε ο σκόρος· το χρυσάφι σας και το ασήμι κατασκούριασαν, και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Κι ενώ πλησιάζει η κρίση, εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Ακούτε! Κραυγάζει ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε· και οι κραυγές των θεριστών έφτασαν ως τα αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σαν τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο· δε σας προέβαλε αντίσταση καμία.” (Ιακ. 5:1-6).
Στους επόμενους αιώνες, οι πατέρες της εκκλησίας, κράτησαν την αντιπλουτοκρατική παράδοση της εκκλησίας ζώσα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κήρυττε πως “είναι ολέθριο το πάθος της πλουτομανίας και δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να πλουτίζει κανείς χωρίς ν’ αδικεί.” (PG 62:561-2).
Παρ’ όλη αυτήν την ριζοσπαστική παράδοση της χριστιανικής πίστης, το σύστημα της εκμετάλλευσης, έχουν πλασάρει στους λαούς, αντί για την παραδοσιακή ανατρεπτική χριστιανική αντίληψη, ένα μοιρολατρικό “όπιο”, κατασκεύασμα των επιδιώξεών του, που διδάσκει την σιωπή μπροστά στην αδικία, την υποταγή μπροστά στην εκμετάλλευση, που υποθάλπει τον συναγελασμό των διοικούντων της εκκλησίας με τους εκμεταλλευτές πλουτοκράτες, την αποδοχή των πλουσίων ως ευσεβών ανθρώπων που ενίοτε κάνουν και“φιλανθρωπίες”!
Κι όμως, η ριζοσπαστική παράδοση της χριστιανικής πίστης, ούτε καν αυτές, τις“φιλανθρωπίες” δεν αποδέχεται από τους εκμεταλλευτές: “Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποῦ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: Μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχτῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς (μὲ τὴν ἐκμετάλλευση) κι ἀνακουφίζεις ἕνα (μὲ τὴν ἐλεημοσύνη); Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων (τῶν ἐκμεταλλευτῶν γενικά), δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αὐτάρκεια.” (Γρηγόριος Νύσσης, Κατά Τοκιζόντων).
Λοιπόν, για να ξεκαθαρίσουμε: καπιταλισμός, πλούτος, επιδίωξη της μεγιστοποίησης του κέρδους, κ.λπ., είναι πράγματα ασύμβατα με την χριστιανική πίστη και παράδοση, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να διαστρεβλώσουν αυτό το γεγονός ή να προτείνουν εναλλακτικές με ορθάνοιχτα τα παράθυρα προς την συσσώρευση πλούτου, και εν τέλει την εκμετάλλευση ανθρώπων.
[…] αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό του δὲν κατέχει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν πλησίον. Ἀλλὰ ὅμως φαίνεται νὰ ἔχεις πολλὰ κτήματα. Ἀπὸ ποῦ αὐτά; Ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ παρὰ ἀπὸ τοῦ ὅτι εἶναι φανερὸ ὅτι προτιμοῦσες τὴ δική σου ἀπόλαυση ἀπὸ τὴν παρηγορία τῶν πολλῶν. Ὅσο λοιπὸν ὑπερέχεις κατὰ τὸν πλοῦτο, τόσον ὑστερεῖς κατὰ τὴν ἀγάπη. Διότι πρὸ πολλοῦ θὰ εἶχες σκεφθεῖ νὰ ἀπομακρύνεις τὰ χρήματα, ἐὰν εἶχες ἀγαπήσει τὸν πλησίον. Τώρα δὲ τὰ χρήματα εἶναι συνδεδεμένα μαζί σου περισσότερο ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ αὐτὰ σὲ λυπεῖ σὰν τὸν ἀκρωτηριασμὸ τῶν χρησιμώτερων μελῶν. […]
Ἡ θάλασσα γνωρίζει τὰ σύνορά της καὶ ἡ νύκτα δὲν παραβιάζει τὴν παλαιὰ ὁροθεσία. Ὁ πλεονέκτης ὅμως δὲν σέβεται τὸν χρόνο, δὲν γνωρίζει σύνορα, δὲν ἀνέχεται τὴ σειρὰ τῆς διαδοχῆς ἀλλὰ μιμεῖται τὴν ὁρμητικότητα τῆς φωτιᾶς. Ὅλα τὰ ἁρπάζει, σὲ ὅλα ἐξαπλώνεται. Καὶ ὅπως τὰ ποτάμια, ἀφοῦ ξεκίνησαν νὰ ὁρμοῦν ἀπὸ μικρὴ ἀρχὴ πρῶτα, ἔπειτα λίγο-λίγο ἀφοῦ αὐξηθοῦν τρομερὰ μὲ τὶς προσθῆκες, παρασύρουν τὰ ἐμπόδια μὲ τὴ βίαιη φορά τους, ἔτσι κι αὐτοὶ ποὺ ἀπέκτησαν μεγάλη δύναμη• μὲ τὸ νὰ ἀποκτοῦν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἤδη ἀδικήσει δύναμη νὰ ἀδικοῦν, περισσότερο καταπιέζουν τοὺς ὑπόλοιπους μὲ αὐτοὺς ποὺ προηγουμένως ἀδικήθηκαν καὶ γίνεται γι’ αὐτοὺς ἡ περιουσία τῆς πονηρίας αὔξηση τῆς δύναμής τους. Διότι αὐτοὶ ποὺ προηγουμένως ἔχουν ἀδικηθεῖ προσφέροντας ἀναγκαστικὰ βοήθεια σὲ αὐτούς, συμπράττουν στὶς βλάβες καὶ στὶς ἀδικίες τῶν ἄλλων. Γιατὶ ποιὸς γείτονας, ποιὸς συγκάτοικος, ποιὸς ἔμπορος δὲν παρασύρεται; Τίποτε δὲν ἀντιστέκεται στὴ δύναμη τοῦ πλουσίου. Ὅλα ὑποκύπτουν στὴν τυραννία, ὅλα ἀπὸ φόβο ζαρώνουν στὴν καταδυνάστευση, ὥστε ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀδικηθεῖ ἔχει κάθε λόγο νὰ μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ πάθει χειρότερο κακό, παρὰ νὰ ζητήσει ἱκανοποίηση γιὰ ὅσα ἔπαθε. […]
Ποιὸν λυπήθηκε ὁ θάνατος γιὰ τὰ πλούτη του; Ποιὸς γλίτωσε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων του; Ὣς πότε ὁ χρυσὸς θὰ εἶναι ἡ ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, τὸ ἀγκίστρι τοῦ θανάτου, τὸ δόλωμα τῆς ἁμαρτίας; Ὣς πότε ὁ πλοῦτος θὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου, γιὰ τὸν ὁποῖο κατασκευάζονται τὰ ὅπλα καὶ ἀκονίζονται τὰ ξίφη; Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ οἱ συγγενεῖς παραγκωνίζουν τὴ συγγένεια, οἱ ἀδελφοὶ μὲ φονικὴ διάθεση ὑποβλέπουν ο ἕνας τὸν ἅλλον. Ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου οἱ ἐρημιὲς φιλοξενοῦν τοὺς φονιάδες, ἡ θάλασσα τοὺς πειρατές, οἱ πόλεις τοὺς συκοφάντες. Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους; Ποιὸς ὁ δημιουργὸς τῆς πλαστογραφίας; Ποιὸς γέννησε τὴν ψευδορκία; Δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος; Δὲν εἶναι ἡ μέριμνα γι’ αὐτόν; Τὶ κάνετε, ὦ ἄνθρωποι; […]Μ. Βασιλείου, Πρὸς τοὺς πλουτοῦντας
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, αποτελεί ένα Χριστιανικό κίνημα πολιτικής θεολογίας.Σύμφωνα μ’ αυτήν, η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, σχετίζεται, και με την“απελευθέρωση” από την κοινωνική, οικονομική, και πολιτική αδικία. Ο Φίλιπ Μπέρυμαν (Phillip Berryman), στο βιβλίο του Liberation Theology: essential facts about the revolutionary movement in Latin America and beyond, την περιγράφει ως “μια ερμηνεία της Χριστιανικής πίστης, για τον αγώνα και την πάλη αυτών που υποφέρουν από την φτώχεια, καθώς και μια κριτική της κοινωνίας για την Καθολική πίστη και τον Χριστιανισμό, μέσα από τα μάτια των φτωχών”. Αν και η Θεολογία της Απελευθέρωσης έχει πλέον εξελιχθεί σε ένα διεθνές υπερδογματικό κίνημα, οι ρίζες της βρίσκονται στο κίνημα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Λατινική Αμερική, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, που ξεκίνησε ως μια ηθική αντίδραση απέναντι στη κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα που επικρατούσε. Ο όρος “Θεολογία της Απελευθέρωσης” πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1971 από το Περουβιανό κοινωνικό επιστήμονα, θεολόγο και ιερέα Γκουστάβο Γκουτιέρες (Gustavo Gutiérrez). Σύμφωνα με τον Γκουτιέρες, “η Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι μια προσπάθεια να βρεθεί μια γλώσσα, με την οποία να μιλήσουμε για την αγάπη του Θεού στους θεόφτωχους Χριστιανούς αυτής της ηπείρου… Η εκκλησία δεν είναι ένα καταφύγιο μακριά από την πόλη. Ακολουθεί τα βήματα εκείνου του Ιησού που έζησε, δούλεψε, αγωνίστηκε και πέθανε στο κέντρο της πόλης”, ενώ τονίζει “χωρίς στράτευση στο πλευρό των φτωχών, δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανική ζωή”. Ο Χουάν Ερνάντες Πίκο, ιερέας από την Νικαράγουα λέει: “Η συνεργασία με τον επαναστατημένο λαό, είναι αγάπη και πίστη στο λαό, που βοηθημένος από την εκκλησία στον αγώνα του κατά της αδικίας, αποκτάει εμπιστοσύνη στη θρησκεία του. Πρέπει πρώτα να υπακούμε στη θέληση του λαού, γιατί αυτή είναι η θέληση του Θεού, κι όχι σε εκείνη της συνεργαζόμενης με τους δικτάτορες εκκλησίας”. Ο επίσκοπος-σύμβολο από το Ελ Σαλβαδόρ, Όσκαρ Ρομέρο (Óscar Romero), υποστήριζε πως “η Χριστιανική πίστη δεν πρέπει να μας χωρίζει από τον κόσμο, αλλά να μας βυθίζει μέσα σ’ αυτόν”, ενώ πεποίθησή του ήταν ότι “η δόξα του Θεού, είναι να ζήσει ο φτωχός”. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Πάμπλο Ρικάρντ (Pablο Richard) αναφέρει: “Θέλουμε να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο της πνευματικής αφύπνισης και της Βασιλείας του Θεού, όπου οι φτωχοί είναι οι προνομιούχοι”. Ενώ για τον διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ Κομμουνιστών και Χριστιανών στην Κεντρική Αμερική, υποστηρίζει: “Μεταξύ επαναστατών, η ενότητα και ο διάλογος είναι πάντα δυνατοί. Ιστορικά στην Κεντρική Αμερική αυτή η ενότητα ήταν πάντα ευκολότερα δυνατή, γιατί οι Μαρξιστικές δυνάμεις έχουν ξεπεράσει τον παραδοσιακό ελιτισμό τους και σήμερα δέχονται ως γεγονός την ταυτότητα του λαού, με τη θρησκευτική, ηθική, πολιτιστική, εθνική και φιλοσοφική της διάσταση”.
Συμπερασματικά η μαρξιστική και χριστιανική θεωρία του δικαίου,αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες συγκλίνουν στον ίδιο τρόπο αντιμετώπισης και λύσης της κοινωνικής κατάστασης προσδοκώντας μια ανθρώπινη κοινωνία όπου η αδικία δεν θα έχει καμία απολύτως θέση. Ο Καμίλο Τόρες αυτός ο σπουδαίος επίσκοπος-αγωνιστής της δικαιοσύνης σε μια φράση συμπύκνωσε όλη την έννοια της δικαιοσύνης στην ανθρωπότητα:“Η βία προέρχεται από αυτόν που αφαιρεί την μπουκιά από το στόμα του φτωχού και όχι από αυτόν που αμύνεται να συντηρηθεί στη ζωή.”
Τριαντάφυλλος Σερμέτης Δημοσιεύθηκε 5 Οκτωβρίου 2014
Write comment (0 Comments)