Τα τελευταία τριάντα χρόνια συνηθίζω να περπατώ για αρκετές ώρες κυρίως στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, επειδή μου αρέσει να παρατηρώ τις γωνιές της, τα κτήρια της και τους ανθρώπους της. Το περπάτημα στην πόλη μου έδινε τη δύναμη να στοχάζομαι και να νοώ πράγματα και καταστάσεις. Τον τελευταίο καιρό, λόγω υποχρεώσεων συγγραφικών και άλλων, δεν ασκούσα τη συνήθεια αυτή. Σήμερα αποφάσισα να περπατήσω διατρέχοντας όλο το κέντρο. Συνειδητοποίησα, όμως, έξαφνα ότι η πόλη αυτή βαλκανοποιείται με γοργούς ρυθμούς. Το περιβάλλον της θυμίζει έντονα την Ανατολική Ευρώπη της δεκαετίας του 1990. Στην πλειονότητα των ανθρώπων παρατήρησα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους τον φόβο για το μέλλον, την απελπισία, τον πόνο. Η στάση των σωμάτων προδιέθετε μια κακομοιριά, ίσως μιζέρια και σίγουρα παραίτηση.


Έντεκα χρόνια μετά την πτώχευση της χώρας και ένα χρόνο τώρα με την πανδημία οι πληγές και τα τραύματα που υπάρχουν στο σώμα της κοινωνίας διευρύνονται αντί να επουλωθούν. Σταδιακά ολόκληρη η κοινωνία, εκτός από τις γνωστές(sic) εξαιρέσεις, εξαθλιώνεται αργά και σταθερά με συστηματική μέθοδο. Άλλοτε με πρόσχημα την οικονομική κατάρρευση, άλλοτε με πρόσχημα μια πραγματική κατά τα άλλα πανδημία, η ελληνική κοινωνία βυθίζεται όλο και περισσότερο στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, οικονομική, πνευματική και πολιτιστική. Φυσικά όλη αυτή η θλιβερή κατάσταση, κατά την άποψή μου, θα φέρει στο εγγύς μέλλον και μεγάλη εθνική ήττα, με απώλεια εδαφών και εθνικής κυριαρχίας.


Το χειρότερο, όμως, κατά τη γνώμη μου δεν είναι κυρίως αυτό. Το τρομακτικότερο και το πιο ανησυχητικό από όλα είναι ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να συνηθίζουν το τέρας αυτό και να φαίνεται σε αυτούς φυσιολογικός αυτός ο τρόπος ζωής. Είναι φρίκη ένας λαός να αποδέχεται τη μοίρα της οριστικής αφάνισής του.

Τριαντάφυλλος Σερμέτης