Το ζήτημα των ειδών της γνώσης έχει πολλάκις τεθεί στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η θετικιστική φιλοσοφία αρνείται να δεχθεί ως λογική πρόταση εκείνο που δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Τούτο σημαίνει πως ό,τι δεν αποδεικνύεται δεν υφίσταται και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κάποιος γνωσιολογικός ορισμός προς έρευνα. Η υπαρξιστική φιλοσοφία, αντίθετα, θέτει το ζήτημα της υποκειμενικής γνώσης, ως μιας γνώσης εγκυρότερης ακόμα και της αποδεικτικής, καθώς είναι η πρώτη γνώση που εκπορεύει τα άλλα είδη γνώσης. Η μεθοδολογία της δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια η εμπειρία του υποκειμένου στο φαντασιακό του κόσμο. Και, εφόσον εκεί εμφαίνεται, τότε είναι πραγματικό. Αυτού του είδους η γνώση δεν αποδεικνύει, αλλά δεικνύει την αλήθεια. Επομένως, υφίστανται αρκετά είδη γνώσεων, εκ των οποίων δύο είναι τα πιο βασικά. Το ένα είναι η επιστημονική γνώση, που συνίσταται στην αντικειμενική παρατήρηση και στο πείραμα και προκύπτει από την υπόθεση ενός αξιώματος. Από τη στιγμή που παρεμβάλλεται ο,τιδήποτε στην παραγωγή της επιστημονικής γνώσης (συμφέρον, ιδιοτέλεια, πολιτική σκοπιμότητα), παύει πια να αποτελεί επιστημονική αλήθεια, απλά υπηρετεί κάτι άλλο, πάντως επουδενί την επιστημονική αλήθεια. Αυτό το γεγονός υπόκειται σε κριτική. Το άλλο είδος γνώσης είναι η ερμηνευτική-βιωματική μέθοδος, υποκειμενικής υφής, η οποία αποτελεί εξίσου ισχυρή αλήθεια, φανερώνοντας την αλήθεια της ίδιας της γνώσης της ύπαρξης. Όταν υφίστανται σε έναν άνθρωπο και τα δύο είδη γνώσης, τότε η ποιοτική καλλιέργεια του ανθρώπου εξυψώνεται. Εν κατακλείδι, η κριτική επί των επιστημονικών πεπραγμένων είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, ιδίως όταν η επιστήμη ενδύεται την επιστημονικοφάνεια για να εξυπηρετεί πολιτικούς σκοπούς. Πάντως οπωσδήποτε δεν αποτελεί μια "νέα θρησκεία" που θα σώσει τον άνθρωπο, όπως επιχειρεί να αυτοπαρουσιαστεί.
Τριαντάφυλλος Σερμέτης