×

Μήνυμα

Η λειτουργία αποστολής email έχει προσωρινά απενεργοποιηθεί σε αυτό τον ιστοχώρο, παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.

     

Κατά καιρούς δύο αιώνια βασανιστικά ερωτήματα επανέρχονται επίμονα. Χρειάζονται, άραγε, οι ποιητές; Έχει θέση η ποίηση στις ζωές των ανθρώπων; Σε εποχές άγριες, όπως αυτή που διανύουμε, προβάλλει η ερωτηματικότητα ακόμα πιο επιτακτικά. Συνήθης είναι η άποψη ότι η ποίηση χρησιμεύει για να ευφρανθούν οι αισθήσεις μέσω της αισθητικής των λέξεων και του εσωτερικού ρυθμού που διαθέτει ένα ποίημα. Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και οι συμβολισμοί ενός ποιήματος δημιουργούν εικόνες στους αναγνώστες που ηδονίζουν την αισθητική πλευρά του ανθρώπου.

Αν ισχύουν τα παραπάνω, και ποίηση είναι μόνο αυτό, τότε εν πολλοίς είναι μια πολυτέλεια περιττή και δε χρειάζεται στην καθημερινότητα, καθώς στο προσκήνιο βρίσκεται η πάλη για τη βιωτή. Αυτός είναι ένας λόγος που δε διαβάζει ποίηση η πλειοψηφία των ανθρώπων. Υπάρχει, όμως, και ένας λόγος που ανάγεται στην ύπαρξη. Ενώ ενστικτωδώς αναγνωρίζεται ότι η ποίηση αγγίζει κάτι το υψηλό, ταυτόχρονα υπάρχει ένας φόβος προσέγγισής της. Αυτό που ψυχικά έλκει αλλά και φοβίζει ταυτόχρονα ονομάζεται δέος. Τι είναι αυτό που φοβίζει άραγε; Στην πραγματικότητα είναι η αναμέτρηση με τον εαυτό. Συνεπώς, η ποίηση είναι κάτι περισσότερο από απλή αίσθηση. Ο πραγματικός ποιητής, όταν συλλαμβάνει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, πέρα από το τεχνικό και αισθητικό μέρος του πράγματος, βιώνει σε μια άλλη διάσταση του πραγματικού ένα γεγονός το οποίο το εξωτερικεύει με λέξεις. Αυτό το γεγονός βιώνεται στο χωροχρόνο της φαντασίας σε μια «αλλιώς» πραγματικότητα. Ο εσωτερικός αυτός χώρος είναι ο φαντασιακός χώρος, εκεί όπου συναντιέται η νόηση με τα συναισθήματα. Η νόηση συναισθάνεται και τα συναισθήματα νοούν πάνω στις μορφές. Αυτές οι μορφές, αποκαθαρμένες από τη διαστρεβλωμένη εξωτερική πραγματικότητα, αληθεύουν και οδηγούν τον ποιητή στην αρχετυπική καταγωγική φύση του ανθρώπου. Στο βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο ποιητής φτάνει στο κάλλος της φύσης. Επομένως, εκεί βρίσκεται το Καλό. Στην ουσία ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαρκή αναμέτρηση αυθυπέρβασης με τον εαυτό του. Σκοπός είναι να διαβεί την Πύλη που θα τον οδηγήσει στο κάλλος της φύσης του. Το κάλλος αυτό δεν περιγράφεται με ηθικολογικούς όρους, αλλά με οντολογικό περιεχόμενο.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, συμπεραίνεται ότι ποιητές μπορούν εν δυνάμει να είναι ανεξαιρέτως όλοι οι άνθρωποι. Οι εξωτερικές πράξεις των ανθρώπων καθορίζονται μέσα από αυτή την εσωτερική λειτουργία. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συμβεί αλλαγή στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο αν δε συμβεί η υπαρξιακή επαναστατική διάβαση του εαυτού στη φύση του. Υπό αυτή την έννοια, η ποίηση έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον κόσμο. Ο άνθρωπος θέλει;

Η ποίηση της Αναστασίας Βούλγαρη κινείται σε αυτά τα υπαρξιακά μονοπάτια. Αυτό που την κινεί να συνθέσει την ποιητική συλλογή είναι η σύγχρονη τραγωδία του Ελληνισμού, η νέα εθνική και κοινωνική καταστροφή που επίκειται, η νέα Μικρασιατική καταστροφή που βρίσκεται εν εξελίξει. Θρηνεί για τον χαμό της πόλης. Το φως λιγόστεψε στην άκρη της πόλης. Δεν έσβησε όμως. Και αυτό που μας  δείχνει από τον τίτλο ακόμα του έργου της είναι ότι η ποιητική συλλογή που μας προσφέρει  η ελπίδα είναι αυτό που την χαρακτηρίζει. Αγωνιά όμως, ζει τα μεγάλα γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας από κοντά την αποικιοποίηση της χώρας της. Τις έντονες συγκρούσεις στους μεγάλους δρόμους και το αυγό του φιδιού να σπάει και να δολοφονεί. Και θλίβεται, θλίβεται για την κατάντια και για αυτά που έφεραν την πόλη ως εδώ.

Η μαυροφορεμένη γυναίκα ψάχνει στα ερείπια να ‘’δει’’ την Ελλάδα που χάνεται. Στην καταχνιά και μέσα στη σκοτεινιά της πόλης ψηλαφεί την ζωή, το φως που στέρεψε (σελ. 31). Ο έρωτας και η επανάσταση αποτελούν κεντρικές έννοιες (σελ. 33). Η Αναστασία συμπλέκει αρμονικά το προσωπικό με το συλλογικό, το ιδιωτικό με το κοινωνικό. Η διαρκής συσχέτιση, η ανοικτότητα αυτή, υπόκωφα διατρέχει όλη την ποιητική συλλογή της και είναι αυτή που θα μας δώσει τη λύση. Δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς έρωτα, ούτε έρωτας χωρίς επανάσταση. Το ένα ενδυναμώνει το άλλο. Ο έρωτας είναι το ύψιστο συναίσθημα της ύπαρξης. Είναι η πραγματικότητα αλλιώς βιωμένη. Είναι η γνώση που δεν είναι υλική και δείχνεται υλικά. Είναι η ριζική ανατροπή του εαυτού που γεύεται την αθανασία. Και αυτό το γεγονός συνιστά την έξοδο από την σκληρή ύλη και τα πλαίσιά της. Αυτό το συναίσθημα είναι η ύψιστη επαναστατική πράξη. Επομένως, ο επαναστάτης δεν μπορεί παρά να είναι ερωτευμένος και ταυτόχρονα ερωτικός.  Χωρίς περιστροφές το θέτει ξεκάθαρα η Αναστασία. Η επαναστατική πράξη σήμερα είναι η Αγάπη. Αυτή θα γυρίσει τον χρόνο ανάποδα.

 Το φως, το βασικό συστατικό στοιχείο της Ελλάδας, το φως των ποιητών λιγοστεύει. Αυτό δε σημαίνει ότι η ελπίδα χάνεται. Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική κατάσταση που το καινούργιο  δεν έχει έρθει, αλλά κυοφορείται. Υπάρχει ο σπόρος για να ανθίσει η γη ξανά. Η Βούλγαρη εξηγείται. Η ελληνικότητα είναι αυτή που χάθηκε. Και για αυτό τον λόγο συνομιλεί με την ιστορία για να βρει την κλωστή που κόπηκε και να την υφάνει για να ενώσει τα κομμάτια. Αυτή η ιστορικότητα, όμως, είναι μια ιστορικότητα άχρονη, μη χρονολογημένη. Ο χρόνος γυρνά ανάποδα. Μέσα σε αυτή την αχρονία και ταυτόχρονα συγχρονία ο Προμηθέας (Μίκης Θεοδωράκης), είναι αυτός που στις κρίσιμες χρονικές στιγμές του 20ου αιώνα αλλά και τώρα κλέβει την φωτιά από τους θεούς για να τη δωρίσει στους ανθρώπους. Γιατί τους ανθρώπους πολύ τους αγάπησε, τον λαό του που υποφέρει. Πάντα όμως αυτό το πλήρωνε και συνεχίζει να το πληρώνει. Γιατί όποιος αγαπά έχει το τίμημά του. Και ποιο είναι το τίμημά του(σελ17, σελ. 25); Γιατί μόνο αν ενωθούν τα κομμάτια θα έρθει η πολυπόθητη λύση του ελληνικού δράματος. Τι χάθηκε; Μα η κοινότητα, η συλλογικότητα. Χάθηκε  ο Ρήγας, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, η θυσία του Άρη Βελουχιώτη, η μεγάλη λογοτεχνική γενιά του ‘30, που πάλευε να ορίσει αυτή την ελληνικότητα. Χάθηκε η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, το Άξιον Εστί του Ελύτη, η Δραπετσώνα του Λειβαδίτη. Και απόμεινε ο Προμηθέας μόνος και έρημος να αντιστέκεται  στον Μέγα Κατακτητή (σελ.14).  Ζούμε πια στη βία του δυτικού ατομικισμού. Μέσα στην πλάνη της ευδαιμονίας, ή μήπως δαιμονικής καταναλωτικής κοινωνίας;

 Η Αναστασία φωτίζει την άκρη της πόλης, ακολουθεί τα ίχνη του φωτός, που λιγοστεύει όταν «η αγάπη περνάει βιαστική μέσα από φειδωλές ψυχές», επειδή «έχει χαθεί μια επανάσταση». Αναζητά τους μαχητές του φωτός μέσα στη ναυαγισμένη πολιτεία, που αποκτά επίγνωση μέσα από την οικολογική καταστροφή Ο ερωτικός μονόλογος στο τελευταίο μέρος του βιβλίου για τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007 είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί την φωτιά που έχει κατακάψει την συνείδηση την ελληνική. Βλέπει τον θάνατο της ελληνικότητας μέσα από το καιόμενη καταστροφή. Η ερωτευμένη γυναίκα που θρηνεί για αυτόν τον χαμό.… Περιμένει και «μας καλεί στα σταυροδρόμια των ανθρώπων με τα υλικά μιας ρωμιοσύνης ανυπότακτης και στον πυρετό του απόλυτου έρωτα», όπως γράφει ο Ανδρέας Μαράτος, στον πρόλογό του. Ακολουθεί μια «νεκρική πομπή κατάβασης/ σε πορεία μελλοντικής ανάστασης», ενώ δεν διστάζει να θρηνήσει για τις χαμένες αγάπες της νεολαίας και τα κορίτσια που «σηκώνουν στους καλλίγραμμους ώμους τους τον βράχο της ζωής και της προδοσίας»… Ψηλαφεί τη σύνδεση του ατομικού με το συλλογικό και καλεί τον αιώνιο Ραψωδό να γυρίσει και πάλι τον χρόνο ανάποδα για να σωθεί ο άνθρωπος…