Στην ιστορία της φιλοσοφίας η ζωτικοκρατία[1] ή η θεωρία της ορμής ή ο βιταλισμός εμφανίστηκε υπό δύο έννοιες: την ευρύτερη και την ειδικότερη. Κατά την ευρύτερη σημασία της ζωτικοκρατίας η ζωή εκλαμβάνεται ως μια δύναμη που υπάρχει αυτόνομα στον κόσμο. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τη μηχανιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ζωή θεωρείται ως ένα σύνολο φυσικών φαινομένων τα οποία μπορούν να εξηγηθούν βάσει των νόμων που διέπουν τα γεγονότα του ανόργανου κόσμου, κατά τη ζωτικοκρατία η ζωή δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως, τουλάχιστον με τους νόμους αυτούς.
Όλες οι αντιλήψεις για τη ζωή, που διαμορφώθηκαν κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τον 20ο αιώνα, κατ’ αντιδιαστολή προς ανάλογες θεωρίες οι οποίες διατυπώθηκαν σε παλαιότερες εποχές, όπως στην Αναγέννηση, στον Μεσαίωνα, αλλά ακόμα και στην Αρχαιότητα, ονομάστηκαν νεοζωτικοκρατία ή νεοβιταλισμός. Τυπικός εκπρόσωπος της θεωρίας αυτής είναι ο Henry Bergson, ο οποίος επιχείρησε να επαναδιατυπώσει τη θεωρία για την ενέργεια που προέρχεται από μια μη αποδείξιμη συλλογιστική. Ο βιταλισμός του Bergson αντιτίθεται σθεναρά στο μοντέλο εξέλιξης και φυσικής επιλογής πού είχε προτείνει ο Δαρβίνος. Ο δαρβινισμός δεν ήταν το μόνο μηχανιστικό μοντέλο καθώς το ίδιο υποστήριζε και η φυσιοκρατία, η άλλη μεγάλη θεωρία για την εξήγηση της ζωής. Ο Bergson επικεντρώνει την κριτική του σε όσους ασχολούνται μόνο με τη λειτουργική δραστηριότητα του έμβιου όντος και τείνουν να πιστεύουν ότι η φυσική και η χημεία προσφέρουν τη δυνατότητα της πλήρους γνώσης των βιολογικών διαδικασιών. Διατυπώνει τη θέση ότι η εξελικτική διαδικασία δεν είναι μόνο τεχνητή εξέταση επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών αποσπώμενων από το όλο και δεν μπορεί να συγγενεύει μόνο με τη μηχανιστική αντίληψη της ζωής[2]. Παρότι ασκεί κριτική και στην τελεολογία και ιδιαίτερα στη ριζική τελεολογία, καθώς τη θεωρεί υπό μια έννοια αντεστραμμένο μηχανισμό, εντούτοις την υιοθετεί ως ένα βαθμό χωρίς να την προσεταιρίζεται[3]. Για τον Bergson υπάρχουν δύο είδη γνώσης, οι οποίες αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν από μια ζωτική ώθηση κατά τη διάρκεια μιας ανάπτυξης και στη συνέχεια διαχωρίστηκαν λόγω της αύξησής τους. Αυτές είναι η διάνοια και το ένστικτο[4]. Οι διάφορες εκφάνσεις της μηχανιστικής αντίληψης για τη ζωή αποτελούν λογικές κατασκευές του νου. Η
λειτουργία της διάνοιας συνίσταται στην εγκαθίδρυση σχέσεων μεταξύ πραγμάτων, η οποία έχει ως κύριο σημείο αναφοράς της το ανόργανο, το στατικό, το στέρεο. Ο νους συνδέει παρατιθέμενες ακινησίες για να συγκροτήσει την κίνηση. Με άλλα λόγια λειτουργεί όπως λειτουργεί τεχνικά μια ταινία στο σινεμά. «Καθετί που είναι ρευστό στην πραγματικότητα», παρατήρησε ο Bergson, «διαφεύγει του νου κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ενώ εκείνο που είναι καθεαυτό ζωτικό του διαφεύγει εντελώς»[5].
Κατά συνέπεια, χρειαζόμαστε ένα άλλο, πέρα από το νου μέσο, προκειμένου να μπορέσουμε να συλλάβουμε τη ζωή καθεαυτή, κατά την ουσία της. Αυτό το μέσο, σύμφωνα με τον Bergson, είναι το ένστικτό. Το ένστικτο έχει μια πρωτεύουσα σημασία. Για τον Bergson δεν είναι απλώς και μόνο ένα αντανακλαστικό που δεν περιέχει μέσα του κανενός είδους διάνοια. Διαφέρει βέβαια από τη διάνοια, έστω και αν η διάνοια περιπίπτει στο μη συνειδητό. Δυνητικά το ένστικτο εμπεριέχει μέσα του τη διάνοια και με την ενστικτώδη ορμή της ζωής είναι δυνατόν να μεταποιηθεί σε ιδέες. Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί αποδεικτικά, επιστημονικά, παρά μόνο από μια άλλη οδό, όχι της διάνοιας αλλά της «συμπάθειας»[6]. Ενώ η διάνοια πραγματεύεται την ύλη μηχανικά, σε σχέση αιτίου-αιτιατού, το ένστικτο λειτουργεί οργανικά, σύμφωνα με τον Bergson. Χάρη στο ένστικτο, που ουσιαστικά αποτελεί την ίδια τη διαδικασία της ζωής[7], κατορθώνουμε να αντιληφθούμε τη ζωή από μέσα και να κατανοήσουμε ότι είναι μια αυτόνομη και αυθόρμητη δημιουργική ορμή. Στη γενεσιουργό δύναμη της ζωής υπάρχει μια δυνητική συνείδηση. Αν η συνείδηση αυτή ενεργοποιηθεί και αναπτυχθεί ευρύτερα, θα εμβαθύνει πλήρως στον εαυτό της. Στον βαθμό που αποκτήσουμε συνείδηση του ενστίκτου κατανοούμε την ουσία της ζωής. Το ένστικτο αποτελεί την πηγή της αυθεντικής γνώσης.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση επιχείρησα σε αδρές γραμμές να αποδώσω τις βασικές έννοιες που διατρέχουν το φιλοσοφικό σύστημα του Bergson. Για να κατανοηθεί η ζωϊκή ορμή και το ηθικό στοιχείο και πως συμπλέκονται αυτά μεταξύ τους είναι απαραίτητο να ανατρέξει κάποιος και σε άλλες έννοιες του Bergson, όπως είναι η Διάρκεια, η Μνήμη, η Ενόραση, οι οποίες αποτελούν το συνεκτικό ιστό μιας φιλοσοφίας της ζωής. Όλα αυτά τα επανέθεσε ο Bergson στις αρχές του 20ου αιώνα, θέτοντας το θεμελιώδες ερώτημα: πόσο το μηχανικό μοντέλο εξήγησης του κόσμου εξηγεί την ίδια τη ζωή;
[1]Για τη «φιλοσοφία της ζωής» (ή «ζωτικοκρατία» ή «βιταλισμό»), κυρίαρχο ρεύμα της δυτικο-ευρωπαϊκής σκέψης στις αρχές του 20ου αιώνα και τους σημαντικότερους εκφραστές του – Μπερξόν, Νίτσε, Σοπενχάουερ, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει, για την αναγκαία ιστορική κατόπτευση-ένταξη του ρεύματος αυτού στην ιστορία των ιδεών, ενδεικτικά στις μονογραφίες των Masur και Βαλλιάνου.
[2]Ερρίκος Μπερξόν, Η δημιουργική εξέλιξη, σσ. 47-48, μτφρ. Κ. Παπαγιώργη-Γ. Πρελορέντζου. Αθήνα 2005.
[3]Ό.π., σσ. 50-51.
[4]Ό.π., σ.136.
[5]Ό.π., σσ. 153-154.
[6]Ό.π., σ. 172. Η έννοια της συμπάθειας στην ιστορία της φιλοσοφίας κατά κανόνα σημαίνει ότι κάποιος πάσχει όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά συμπάσχει για όλο τον κόσμο.
[7]Ό.π., σ. 163.