Τις μέρες αυτές δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο του προεδρικού διατάγματος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που περίμενε η εκπαιδευτική κοινότητα. Η αξιολόγηση θα αποτελέσει το όχημα για τη μισθολογική καθήλωση καταρχήν και για απολύσεις σε ένα δεύτερο επίπεδο. Ακόμη και αυτοί που πίστευαν στις αγαθές προθέσεις του υπουργείου, καθώς και οι εκπαιδευτικοί που επιθυμούν την αξιολόγηση, κατανοούν πλέον το στόχο της αξιολόγησης. Θα πρέπει, καταρχήν, να γίνει αντιληπτό ότι οι εκπαιδευτικοί δεν την αρνούνται την αξιολόγηση, αντίθετα την επιθυμούν, αλλά υπό προϋποθέσεις. Άλλωστε, αξιολογούνται καθημερινά όντας εκτεθειμένοι στις τάξεις υπό τα βλέμματα των παιδιών και κατά συνέπεια των γονιών τους και ολόκληρης της κοινωνίας. Το ότι, επίσης, υπάρχει μια μικρή μειοψηφία στον κλάδο η οποία δεν κάνει καλά τη δουλειά της είναι δεδομένο, όπως σε όλους τους κλάδους, ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Για τους λόγους αυτούς, δεν υπάρχει φόβος για την αξιολόγηση.
Από τη στιγμή που η αξιολόγηση συνδέεται με τη μισθολογική καθήλωση, σε συνδυασμό με το καθορισμένο ποσοστό αλλαγής μισθολογικής ανόδου, κατανοεί κανείς εύκολα ότι ένα συγκεκριμένο ποσοστό, εξ ορισμού, δεν θα αλλάξει μισθολογική κλίμακα μέσω της αξιολόγησης. Είναι σα να λέει ένα εκπαιδευτικός στους μαθητές του την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς ότι ένα 30% δεν θα περάσει τη τάξη. Αυτονόητα παράλογο και εμπαθές. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση.
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι η αξιολόγηση θα γίνεται από πάνω προς τα κάτω, με συνέπεια να είναι διαβλητή και διάτρητη για έναν πολύ απλό λόγο. Το υπουργείο, που θα κάνει την αξιολόγηση στον περιφερειακό διευθυντή, στελεχώνεται με κομματικά κριτήρια. Ο περιφερειακός διευθυντής είναι διορισμένος με κομματικά κριτήρια και όχι εκλεγμένος. Ο κομματικός περιφερειακός διευθυντής θα αξιολογεί το διευθυντή εκπαίδευσης, ο οποίος είναι ήδη αξιολογημένος αλλά με διαβλητό κομματικό τρόπο. Και αυτός θα αξιολογεί, με τη σειρά του, το διευθυντή σχολικής μονάδας, που είναι αξιολογημένος με ανάλογο τρόπο. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα πλέον, ότι η αξιολόγηση είναι διαβλητή.
Ακόμη, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό που μπορεί να κάνει οποιαδήποτε αξιολόγηση είναι να μετρήσει ποσοτικά μεγέθη και όχι ποιοτικά. Οι σχέσεις, όμως, μαθητών-εκπαιδευτικών θα αξιολογούνται, παρά το γεγονός ότι είναι μόνο ποιοτικό μέγεθος. Η διδακτική πράξη δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί με κανένα μέτρο. Σε άλλους τομείς της κοινωνίας δεν υπάρχει αντίστοιχη αξιολόγηση. Το γιατρό, την ώρα που πραγματοποιεί την εγχείρηση, δε θα τον αξιολογήσει κανείς. Μόνο θα τον κρίνει για το αποτέλεσμα. Όπως το ίδιο, αντίστοιχα, συμβαίνει με το δικαστή που αποφασίζει για μια ποινή. Και ο εκπαιδευτικός στην τάξη θα κριθεί, και κρίνεται, από τους μαθητές του, δεν μπορεί όμως να αξιολογηθεί σε καμιά περίπτωση. Μόνο όποιος δεν έχει μπει ποτέ σε τάξη μπορεί να θεωρήσει τα κριτήρια μετρήσιμα και αντικειμενικά και άρα να θεωρήσει και τη διαδικασία της αξιολόγησης αντικειμενική. Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Στόχος τους είναι να χρεώσουν στον εκπαιδευτικό όλη την κατάντια του δημόσιου σχολείου και τα ανεπαρκή αναλυτικά προγράμματα και βιβλία που οι ίδιοι έφτιαξαν.
Η βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν εξασφαλίζεται με την αστυνόμευση, τη χειραγώγηση και την ποινικοποίηση της διδακτικής συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών, που ήδη έχει επιβάλει η πολιτεία. Αυτό που χρειάζεται ο εκπαιδευτικός είναι η πολύπλευρη στήριξη, επιστημονική, εργασιακή και οικονομική. Η πολιτεία χρειάζεται να εμπιστεύεται τους εκπαιδευτικούς. Όταν ο εκπαιδευτικός απαξιώνεται σε όλα τα επίπεδα συστηματικά, τότε μια κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη παρακμή .
Επομένως, είναι ευνόητο ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελεί το εργαλείο χειραγώγησης του κλάδου και το όχημα εκφοβισμού των εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα, είναι και ο έμμεσος τρόπος για να προχωρήσει η πολιτεία σε μισθολογική καθήλωση χιλιάδων εκπαιδευτικών και, στο τέλος, σε απόλυση πολλών από αυτούς. Κατά συνέπεια, το προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν έχει ως πραγματικό στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά τη διάλυση της εκπαίδευσης μέσω της χειραγώγησης και του εκφοβισμού.
Τριαντάφυλλος Σερμέτης Δημοσιεύθηκε στις 31-3-2013