Τριαντάφυλλος Σερμέτης
Δρ. Φιλοσοφίας
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο Πλάτων, όρισε την ελευθερία μέσα στον κόσμο των ιδεών· τη θεώρησε ως τον απεγκλωβισμό της ψυχής από τους περιορισμούς που της επιβάλλει το σώμα, ενσωματώνοντάς την στον κόσμο των ιδεών. Χαρακτήρισε την κοινωνία μια απομίμηση, μια αναπαράσταση του κόσμου των πραγματικών ιδεών και της αλήθειας, που η ψυχή συναντά μετά τον θάνατο του σώματος. Ο Πλάτων ήταν ο θεμελιωτής της ελευθερίας, ως έννοιας που κατακτάται σε μια άλλη διάσταση, σε έναν χώρο ανεντόπιστο, σε έναν πνευματικό κόσμο. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ως προάγγελος του χριστιανισμού. Αυτή είναι η βασική αιτία της δριμύτατης κριτικής που ασκεί ο Καστοριάδης στο έργο του Πλάτωνα, θεωρώντας τη σκέψη του σπουδαίου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου εντελώς ξένη προς το τότε ελληνικό σύστημα σκέψης. Βέβαια, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ο Πλάτων συνέχιζε μια φιλοσοφική παράδοση μεταφυσικής υφής και έναν δρόμο φιλοσοφικό που εκκινούσε από τον Ηράκλειτο. Ο Καστοριάδης θεωρεί τον Πλάτωνα θεμελιωτή της ανισότητας και της ιεραρχίας σε ένα κλειστό κοινωνικό σύστημα, όπου ο κάθε ένας πολίτης επιτελεί τη λειτουργία του σε μια στατική κοινωνική δομή που δεν επιδέχεται αλλαγές, που δεν μεταβάλλεται και δεν εξελίσσεται[1]. Για τον Καστοριάδη, η κοινωνία είναι μια συνεχής πάλη, μια συνεχής συλλογική βελτίωση μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού ιστού· αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που αποστασιοποιείται από τον έκδηλο ελιτισμό του Πλάτωνα. Ο Πλάτων στηλιτεύει τη δημοκρατία του Περικλή και χαρακτηρίζει τον δήμο ως έναν όχλο, που αδυνατεί να αυτοκυβερνηθεί και που χρειάζεται έναν πολιτικό, φιλόσοφο επιστήμονα, ο οποίος θα καθοδηγεί τα πλήθη και θα επιβάλλει τον νόμο, δίχως, όμως, να υπακούει σε αυτόν[2]. Ο Καστοριάδης, αντίθετα, δεν αναζητά τον πολιτικό άνδρα, αλλά την πολιτική· την πολιτική, όμως, ως συνειδητή συμμετοχή που λειτουργεί ως μια διαδικασία συνεχούς αμφισβήτησης των θεσμών, που αναζητά να δημιουργεί νέους θεσμούς, με σκοπό την ελευθερία και όχι την ευδαιμονία ενός κλειστού συστήματος που συνειρμικά οδηγεί στις δυστοπίες του Χάξλευ[3]. Η ελευθερία του Καστοριάδη είναι μια ιδέα που αναβαθμίζεται μέσα από τη συνείδηση του ανθρώπου, ως μέλους μια συλλογικότητας που αυτοθεσμίζεται[4]. Ο Πλάτων έγινε αποδεκτός αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό. Άθελά του δημιούργησε το γόνιμο έδαφος για να βλαστήσει ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός δανείστηκε από τον Πλάτωνα τη θεμελίωση της υπομονής, της αποδοχής του Αγαθού, για μια ελευθερία που προσφερόταν σε τούτον και σε έναν άλλο κόσμο.
1. Η Αυτονομία του Υποκειμένου
Προκειμένου να εμβαθύνει κανείς, για να φτάσει στον πυρήνα της συγκρότησης του αυτόνομου υποκειμένου, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί, για τον Καστοριάδη, η εγκαθίδρυση μιας άλλης σχέσης του υποκειμένου με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι αναγκαίο να αυτοπροσδιοριστεί με βάση τη φαντασία του, τον κριτικό αναστοχασμό και την ανάδυση της βούλησής του στο προσκήνιο, που θα τον ωθήσει να προτάξει τη δημιουργική συγκρότησή του ως ελεύθερο άτομο[5]. Ο αναστοχασμός νοείται ως μια κίνηση αποστασιοποίησης του ανθρώπου από τις σκέψεις και τις πράξεις του, καθιστώντας τον εαυτό του αντικείμενο της σκέψης του, με σκοπό να μελετήσει τη βούλησή του, το νόημα των πράξεών του και την αποδειξιμότητα αυτών. Με αυτόν τον τρόπο, το άτομο αυτό-αξιολογείται και μετασχηματίζεται. Ο κριτικός αναστοχασμός δεν παραμένει στις επιμερισμένες και αποσπασματικές σκέψεις και πράξεις του εαυτού, αλλά επεκτείνεται στην ολότητα του εαυτού, ανιχνεύοντας τα κίνητρα των πράξεων και δεν εξαιρεί ούτε τις αξίες, ούτε τις επιθυμίες και τις αποφάσεις του ανθρώπου· όλα υπόκεινται σε μια ριζική αναθεώρηση[6]. Ο κριτικός αναστοχασμός στην ουσία αποτελεί μια διαλεκτική του εαυτού, που, μέσα από αυτή την κριτική, αναπροσαρμόζονται οι λήψεις των αποφάσεων και ανακατευθύνουν τις πράξεις των ανθρώπων. Σε ένα άλλο επίπεδο, η διατήρηση της σχέσης του ανθρώπου με τη φαντασία του ενεργοποιεί τη δημιουργικότητά του και διαπλάθει τις νέες μορφές που θα λάβουν οι ενέργειές του στην εξωτερική πραγματικότητα. Η διαλεκτική, η φαντασία και ο κριτικός αναστοχασμός αποτελούν εκείνα τα καθοριστικά στοιχεία που προσδιορίζουν την ελευθερία του ανθρώπου. Από την πλευρά της, η ελευθερία επικαθορίζει αποφασιστικά τις θεμελιώδεις σκέψεις και πράξεις των ανθρώπων. Η βουλητική ενέργεια, που προκύπτει από την ελευθερία, ορίζει την ποιότητα αυτονομίας του ανθρώπου, επηρεάζοντας εξάπαντος τον καθορισμό των στόχων που κάθε φορά αυτός θέτει. Όταν ο άνθρωπος ωθείται από επιθυμίες και πράξεις που οφείλονται σε κανονιστικές ηθικές, επιβαλλόμενες αυτές από εξωτερικούς παράγοντες, τότε (ο άνθρωπος) γίνεται ενεργούμενο ανεξάρτητων αιτιών της βούλησής του. Η ετερονομία αυτή σμικρύνει τη βούληση και αναλαμβάνει πλέον τα ηνία της νόησης και της φαντασίας, εξοβελίζοντας κάθε απόπειρα αυτόνομης βούλησης σκέψης και πράξης. Η αναστοχαστική κριτική επιτρέπει στον άνθρωπο να διανοιχθεί σε νέες ατραπούς και εναλλακτικές δυνατότητες. Έτσι, η ετερόνομη σκέψη και η φαντασία είναι δυνατόν σε κάποιο χρονικό σημείο να πάψουν να υφίστανται, με συνέπεια να υπάρχει η δυνατότητα της αυτόνομης διάθεσης του νοήματος, που δεν είναι σε καμιά περίπτωση προκαθορισμένο[7]. Προϋπόθεση όλων αυτών είναι ο αναστοχασμός να μην κινείται στις επιφανειακές συμπεριφορές και πράξεις, αλλά να εντείνεται στις βαθύτερες ψυχικές διεργασίες των επιθυμιών, προκειμένου να μην χειραγωγούνται αυτές από ανεξέλεγκτες εξωτερικές αιτιότητες, οι οποίες είναι βέβαιο ότι θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις σε νοητικό και ψυχικό επίπεδο. Η ελευθερία τότε αποκτά αξία, όταν ο αναστοχασμός αναδύει στο προσκήνιο τη συνείδηση της συνείδησης. Η αναφορικότητα της συνείδησης, στη σκέψη του Καστοριάδη, διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμβάθυνση του αναστοχασμού. Η έννοια της αυτονομίας αποκτά καθοριστική σημασία για τον άνθρωπο, αν συλλογιστεί κανείς ότι ο άνθρωπος στην κοινωνικοποιητική του διαδικασία, πολύ συχνά, αποτελεί φορέα ασυνείδητων ενεργειών, που ρυθμίζονται από αυτοματοποιημένες κοινωνικές εσωτερικεύσεις μιας κανονιστικής ηθικής. Υπό αυτήν την έννοια, ο αναστοχασμός και η φαντασία αποτελούν καθοριστικές προϋποθέσεις της ελευθερίας, αν ελευθερία σημαίνει αυτοκαθορισμός δυνατοτήτων πέρα από τις αναγκαιότητες των σχέσεων στην καθημερινότητα[8]. Το ερώτημα που τίθεται μετά επιτάσεως είναι: η αναστοχαστική άθληση, στη διαλεκτική της μορφή με τον εαυτό του ανθρώπου, έχει αξία για την ελευθερία; Ασφαλώς και έχει, με την προϋπόθεση, όμως, ο αναστοχασμός να μην κινείται σε επιφανειακά επίπεδα των επιθυμιών του ανθρώπου· επιθυμίες, δηλαδή, άμεσες και ενστικτώδεις που κινούν με αυτοματικό τρόπο τις καθημερινές δράσεις. Επομένως, η απόπειρα ελέγχου, μέσω του αναστοχασμού της αναφορικής συνείδησης, θα διανοίξει στον άνθρωπο νέες δυνατότητες επιλογών και δεν θα χειραγωγείται αυτός διόλου εύκολα, πνευματικά και ψυχικά.
Ο άνθρωπος στην κοινωνικοποιητική του διαδικασία ασυνείδητα άγεται και φέρεται από εσωτερικευμένες κοινωνικές πειθαρχήσεις και ενστικτώδεις επιθυμητικές ορμές· η φαντασία και ο αναστοχασμός, όπως επιχείρησα να αναλύσω παραπάνω, αποτελούν τις δομές εκείνες ώστε να απεγκλωβιστεί ο άνθρωπος από τις παραπάνω πειθαρχήσεις και ορμές, με σκοπό να απελευθερωθεί[9]. Οι εξωτερικοί παράγοντες (εσωτερικευμένες κοινωνικές πειθαρχήσεις και ενστικτώδεις επιθυμητικές ορμές) ενυπάρχουν κάθε στιγμή από την αρχή της ζωής του ανθρώπου, ενδεικνύοντας ότι ο άνθρωπος δεν γεννιέται από τη φύση του ελεύθερος, αλλά έχει από τη φύση του τη δυνατότητα να ελευθερωθεί μέσω της βουλητικής του ενέργειας. Η ελευθερία είναι δυνατότητα, όπως θα έλεγε ο Κίρκεγκωρ. Η ελευθερία είναι μια διαρκής αγωνιώδης αναμέτρηση με τους κοινωνικούς παράγοντες της κανονιστικής ηθικής· για αυτούς τους λόγους, χρειάζεται μια ολική κριτική του υποκειμένου, προκειμένου ο άνθρωπος να είναι αυτεξούσιος και κυρίαρχος του εαυτού του και να μην είναι έρμαιο των ασυνείδητων διαδικασιών των εσωτερικευμένων κοινωνικών παραγόντων[10]. Τούτο διόλου δεν σημαίνει ότι η ελευθερία είναι μια χίμαιρα, αλλά είναι η αγωνία[11], κατά τον Κίρκεγκωρ, για τη δυνατότητα της ελευθερίας. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση να γίνει κατανοητό ότι η ελευθερία δεν είναι μια κατάσταση στατικού περιεχομένου, με την έννοια ότι επιτυγχάνεται άπαξ, αλλά είναι μια διαρκής διαδικασία και αγωνιώδης προσπάθεια καθόλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Οι κοινωνικοί παράγοντες και η κανονιστική ηθική αποτελούν συνεχόμενη πρόκληση για το άθλημα της ελευθερίας, γιατί πρόκειται για απόπειρα βαθιάς υποταγής και μαζοποίησης του ανθρώπου από τις κοινωνικές κυριαρχίες[12]. Οι αξίες, που αποτελούν τα κριτήρια κοινωνικών παραγόντων, ενσταλάζονται στον άνθρωπο από τη γέννησή του και καθίστανται παγιωμένες καταστάσεις διαμορφώνοντας καθοριστικά τη συνείδηση, η οποία αυτή εκφράζεται με τη σειρά της στη νόηση και στην πράξη. Αυτό το γεγονός γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο και η εναλλακτική συμπεριφορά δεν υφίσταται πλέον στη ζωή. Η συνήθεια και η γεγονότητα που υπάρχουν στους ανθρώπους, με την εμπλοκή τους στους κοινωνικούς θεσμούς, τους κρατούνε αδιόρατα υποταγμένους στη θεσμισμένη κοινωνία[13]. Οι εσωτερικευμένοι κοινωνικοί κανόνες και οι ηθικές νόρμες, για τον Καστοριάδη, ασκούν έναν εσωτερικό εξουσιαστικό έλεγχο, που, επειδή ακριβώς έχουν γίνει δεύτερη φύση, ωθούν τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτές τις κοινωνικές νόρμες, πιστεύοντας ακράδαντα ότι αποτελούν δική τους επιλογή. Όλα τα παραπάνω είναι φανερό ότι συνιστούν μια ανελέητη κοινωνική υποταγή, η οποία είναι σοβαρή αιτία της ανελευθερίας του ανθρώπου, διαιωνίζοντας με αυτόν τρόπο ο άνθρωπος τους μηχανισμούς υποταγής και θέτοντας έτσι τον εαυτό του σε κατάσταση σοβαρής αλλοίωσης, πιστεύοντας, βέβαια, λανθασμένα ότι ενεργεί αυτοβούλως, ενώ υποτάσσεται σε εξουσιαστικές δομές που τον χειραγωγούν[14].
Ο κριτικός αναστοχασμός αλλά και η φαντασία διανοίγουν νέες διεξόδους, αποτελώντας ανάχωμα του ανθρώπου στην υποταγή και στην εθελοδουλία. Ο αναστοχασμός έχει τη δυνατότητα να φωτίσει εκείνες τις πτυχές της πραγματικότητας που δεν είναι αναγκαίες. Όταν οι κοινωνικές επιταγές θεωρούνται ότι είναι το αυτονόητο κοινωνικό πλαίσιο και δεν αμφισβητούνται ως συμβατικές λειτουργίες, αυτό σημαίνει ότι ο αναστοχασμός εκλείπει[15]. Αντίθετα, όταν επέρχεται η συνειδητοποίηση, μέσα από τον αναστοχασμό, των κοινωνικών κατασκευών, οι οποίες μεταβάλλονται στην ιστορία ή διαφέρουν από τόπο σε τόπο, τότε τις εξετάζει κανείς υπό διαφορετικό πρίσμα και με διαφορετικά κριτήρια και άλλες αρχές. Ο αναστοχασμός κλονίζει τις δεδομένες κοινωνικές κατασκευές, οι οποίες πάντα κατευθύνουν προς τον αστόχαστο άνθρωπο, διανοίγοντες αυτός (ο αναστοχασμός), ασφαλώς, διαφορετικές δυνατότητες και επιλογές. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος έχει πλέον τη δυνατότητα με ενεργητικότητα να απορρίψει ή να αποδεχθεί ή να διαφοροποιήσει τα κοινωνικά πλαίσια[16]. Μια τέτοια κριτική στάση του ανθρώπου έναντι των κοινωνικών συμβάσεων ενισχύουν την ελευθερία του και υπάρχει η δυνατότητα να πληγούν ανεπανόρθωτα κοινωνικές θεσμίσεις που επιβάλλουν την κυριαρχία και την υποταγή. Ταυτόχρονα, η φαντασία δύναται να έχει οράματα και ιδέες που θα απελευθερώσουν τον άνθρωπο, κατανοώντας νέες εναλλακτικές δυνατότητες στις κοινωνικές συμπεριφορές[17].
Η ενεργητική φαντασία αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα της φιλοσοφίας της αυτονομίας του Καστοριάδη. Είναι αυτή που επιτρέπει στον άνθρωπο να διαφύγει από τις κοινωνικές νόρμες στις οποίες έχει ανατραφεί και έχει εθιστεί. Η φαντασία δίνει νέες δυνατότητες και εναλλακτικές ιδέες στον άνθρωπο να ενεργήσει έξω από καθιερωμένα πλαίσια. Η φαντασία, όμως, από μόνη της δεν θα μπορούσε να είναι χρήσιμη, αν δεν συνδυαστεί με τον κριτικό αναστοχασμό. Διαφορετικά, ο άνθρωπος θα εγκλωβιζόταν μέσα στα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια[18]. Η φαντασία αποτελεί μέσο ελευθερίας, διότι δημιουργεί νέες ιδέες και οράματα έξω και πέρα από τις κοινωνικές συμβατικότητες. Το φαντασιακό αυξάνει τις δυνατότητες του ανθρώπου να ορίζει τη ζωή του και τον απελευθερώνει από τους μιμητισμούς της κοινωνικής ομάδας. Επιπλέον, δρα ευεργετικά σε ομάδες και σε συλλογικότητες, εφόσον τις δίνει τη δυνατότητα να μην λειτουργούν με καθιερωμένες κοινωνικές συμβατικότητες, βγάζοντας τις δογματικές αντιλήψεις από μορφές ιδεών ιστορικά στεγανοποιημένες. Όλα τούτα είναι βέβαιο ότι οδηγούν, είτε τους ανθρώπους είτε τις ομάδες και τις συλλογικότητες, σε ριζικές αυτονομίες και απελευθερώσεις από τα στενά πλαίσια των κοινωνικών κατασκευών.
2. Η Στοχαστική και Βουλητική Ενέργεια του Υποκειμένου
Ο αναστοχασμός, η φαντασία και η κριτική σκέψη, όπως επιχείρησα να αναλύσω παραπάνω, διανοίγουν νέες ατραπούς, που απελευθερώνουν ριζικά τον άνθρωπο και οριοθετούν την αυτονομία του, δημιουργώντας νέες προϋποθέσεις στον τρόπο της ζωής του[19]. Όλη αυτή, όμως, «η δραστηριότητα του υποκειμένου που ‘‘εργάζεται πάνω στον ίδιο του τον εαυτό’’ συναντά σαν αντικείμενό της το πλήθος των περιεχομένων (τον λόγο του Άλλου), με το οποίο δεν τελειώνει ποτέ»[20]. Οι δυνατότητες της αυτονομίας, μέσω του φαντασιακού, εκτείνονται στο άπειρο. Η μεταφυσική οντολογία του Καστοριάδη ορίζει τις δυνατές νέες κοινωνικές οριοθετήσεις του ανθρώπου και αποδεσμεύει τη δημιουργικότητα, υπερβαίνοντας τις κοινωνικές κατασκευές. Θέτει με επιτακτικό τρόπο, ο σπουδαίος αυτός στοχαστής, την αυτό-διαμόρφωση του ανθρώπου, επαναθέτοντας την αυτονομία σε νέο πλαίσιο[21]. Το πλαίσιο αυτό είναι ένας νέος συνειδητός αυτοσχηματισμός, που βασίζεται σε έναν κριτικό αναστοχασμό κατά τον οποίο «Το Εγώ της αυτονομίας...είναι η ενεργός και διαυγής αρχή που αναδιοργανώνει συνεχώς τα περιεχόμενα βοηθούμενη από τα ίδια αυτά περιεχόμενα, που παράγει μ’ ένα υλικό και σε συνάρτηση με ανάγκες και ιδέες, οι οποίες είναι μείγμα αυτού που βρήκε να υπάρχει ήδη και αυτού που η ίδια παρήγαγε»[22]. Η ελευθερία του ανθρώπου αυξάνεται με ποιοτικά διαβαθμισμένα χαρακτηριστικά, στον βαθμό που αναπτύσσονται ο κριτικός αναστοχασμός, η φαντασία και η βουλητική ενέργεια. Τα ποιοτικά αυτά στοιχεία διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τη δράση, την ενέργεια ή την παθητικότητα του ανθρώπου. Η αυτονομία του ανθρώπου συνδέεται με την ίδια την ψυχή του, όπως θα ισχυριστεί ο Καστοριάδης: «Σε τι συνίσταται η αυτονομία του ατόμου σε σχέση με την ψυχή του; Στο ότι έχει κατορθώσει να εγκαθιδρύσει μια νέου είδους σχέση ανάμεσα στην στοχαστική και βουλευτική αρχή της ψυχής του και στις άλλες ψυχικές αρχές, όπως επίσης ανάμεσα στο παρόν του και στην ιστορία εκ της οποίας και μέσω της οποίας έγινε αυτό που είναι. Σχέση που του επιτρέπει να αποφύγει την υποδούλωση στην επανάληψη, να σκέπτεται τον λόγο των σκέψεών του και τα κίνητρα των πράξεών του….μέσα σ’ αυτήν φτάνουμε σε μια πραγματική ελευθερία, με την έννοια ότι το υποκείμενο μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στα νοήματα που του προσφέρονται ως οδηγοί για την πράξη του…[23].
Η έννοια της ελευθερίας στον Καστοριάδη σχετίζεται άμεσα με την αυτονομία, η οποία έχει ως αφετηρία τη βούληση του κριτικού αναστοχασμού και τη φαντασία. Είναι εκείνη η δύναμη που δίνει στον άνθρωπο την ώθηση να ξεπεράσει μια δεδομένη τάξη πραγμάτων και, με οδηγό τη δημιουργικότητά του, να ανεξαρτητοποιηθεί από οποιεσδήποτε κοινωνικές κατασκευές[24]. Η δημιουργική ελευθερία του Καστοριάδη αποκαθιστά τον χειραφετημένο άνθρωπο, που αγωνίζεται ενάντια στις κοινωνικές ακαμψίες, στις καθημερινές υποταγές και στις εξωτερικές δεσμεύσεις της σκέψης. Πρόκειται για μια έννοια της ελευθερίας που δεν δεσμεύεται από προκαθορισμένες αντιλήψεις της ανθρώπινης φύσης και δεν θεσπίζει νέο πλαίσιο και νόμους, αλλά η αυτοδημιουργία, μέσω της ελεύθερης βούλησης του κριτικού αναστοχασμού και της φαντασίας, αναλαμβάνει την αναμέτρηση του ανθρώπου με κάθε είδους καταπιέσεις και υποταγές. Για τον Καστοριάδη, εφόσον επιτευχθεί στην εσωτερικότητα του ανθρώπου η ελευθερία, η εξωτερική ελευθερία επιτυγχάνεται με κοινωνικούς νόμους, που κατοχυρώνουν και διασφαλίζουν την ποικιλομορφία και την εναλλακτική δράση της αυτονομίας του ανθρώπου[25]. Μέσα σε αυτόν τον χώρο οι άνθρωποι θα έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την ελευθερία τους. Με τη θεσμοθέτηση του «δημόσιου ελεύθερου χώρου» οι άνθρωποι θα έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τις ιδέες τους «χωρίς να ασχολούνται ρητά με πολιτικά ζητήματα»[26]. Η ελευθερία του ανθρώπου, για να μπορεί να διαβουλεύεται μέσα σε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, είναι αναγκαίο να τελεί υπό τις προϋποθέσεις της πλήρους αυτονομίας του ανθρώπου, που σημαίνει ότι δεν θα υφίσταται κάποιου είδους κοινωνικής κυριαρχίας της μιας ομάδας έναντι της άλλης· ο άνθρωπος θα έχει τη δυνατότητα της ελευθερίας να θέτει τους όρους της ζωής του. Το πολίτευμα της πραγματικής δημοκρατίας μπορεί να θέσει τους όρους αυτούς και να εξασφαλίσει την αυτονομία των ανθρώπων, με την προϋπόθεση ότι όλοι οι πολίτες θα μπορούν να συμμετάσχουν αδέσμευτα στη διαμόρφωση των κοινωνικών νόμων[27].
Κατά συνέπεια, σε μια κοινωνία που θα είναι αυτόνομη και ελεύθερη, για τον Καστοριάδη, όλοι οι κοινωνικοί κανόνες και οι δεσμεύσεις υπόκεινται σε κριτική αναθεώρηση, αποκηρύσσοντας καθετί συμβατικό και ο,τιδήποτε εμπεριέχει την έννοια της κανονιστικής ηθικής. Λέει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης: «Για να μπορέσουν αυτόνομα άτομα να υπάρξουν πρέπει ο κοινωνικο-ιστορικός χώρος να έχει ήδη αυτοαλλοιωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει ανοίξει ένας χώρος απέραντης διερώτησης όπου δεν υπάρχουν αυθεντίες…πρέπει ο θεσμός να έχει γίνει τέτοιος που να ανέχεται, να επιτρέπει την αμφισβήτησή του από την κοινότητα»[28]. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός πνευματικά ελεύθερου ανθρώπου ή μιας συλλογικότητας είναι ότι μπορούν να μεταποιήσουν την ελεύθερη ιδέα σε πράξη, επινοώντας νέες κοινωνικές θεσμίσεις. Χαρακτηριστική είναι η ιδέα του περί αυτού: «Το πρόταγμα της συλλογικής αυτονομίας σημαίνει ότι η κοινότητα…ρητά αναγνωρίζει και ανακτά τις θεσμίζουσες ικανότητές της και τον θεσμίζοντα χαρακτήρα της και αναρωτιέται, αναρωτάει τον εαυτό της και τις δραστηριότητές της, για το δίκαιο ή το άδικό τους, για το ορθό τους ή το μη ορθό τους…η συνέχιση και η ανανέωση της αυτοστοχαστικής δραστηριότητας, όχι διότι η ανανέωση είναι αυτοσκοπός αλλά διότι αυτό είναι η ουσία της αυτοστοχαστικής δραστηριότητας, συνεπάγεται την επερώτηση και την αμφισβήτηση των προηγούμενων αποτελεσμάτων.»[29]. Μια κοινωνία που αυτοθεσμίζεται δεν είναι απαραίτητο να αναδημιουργείται συνεχώς, αλλά στόχος είναι να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στην ενεργητική απόπειρα των ελεύθερων ανθρώπων και συλλογικοτήτων και στην παθητική υποταγή τους στις κυρίαρχες κοινωνίες[30]. Κύριες δυνάμεις της αυτοθέσμισης της κοινωνίας αποτελούν η αναστοχαστικότητα και η φαντασία, γινόμενη η κοινωνία, με αυτόν τον τρόπο, ένας χώρος διαβούλευσης και ανασυγκρότησης. «Έτσι η αυτονομία είναι το πρόταγμα να έρθει στο φως της ημέρας και να γίνει ρητά αυτοστοχαστική η θεσμίζουσα εξουσία και να απορροφηθεί το πολιτικό ως ρητή εξουσία από την πολιτική ως βουλευμένη και διαυγασμένη δραστηριότητα που έχει για αντικείμενό της τη ρητή θέσμιση της κοινωνίας και τη λειτουργία της ως νόμου, δίκης και τέλους, ως νομοθεσίας, δικαιοσύνης και κυβέρνησης, εν όψει των κοινών σκοπών και των κοινών έργων που βουλευμένα η κοινωνία στοχάζεται και στοχεύει.»[31].
Εν κατακλείδι, οι έννοιες της αυτονομίας και της ελευθερίας στον Καστοριάδη δεν δύνανται να εμπεδωθούν, αν πρώτα δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις της αναστοχαστικής κριτικής και της φαντασίας του ανθρώπου. Εν πρώτοις, η διαδικασία αυτή συντελείται στον εσωτερικό πυρήνα της συνείδησης, διαμορφώνοντας την πνευματική ελευθερία που συνίσταται στην αποδέσμευση της κανονιστικής ηθικής και των κοινωνικών συμβάσεων. Αυτή η εσωτερική διαδικασία αποτελεί προϋπόθεση, ώστε η αυτόνομη πορεία του ανθρώπου να εξωτερικευτεί στην κοινωνία και να προχωρήσει ο άνθρωπος, μέσα από συλλογικότητες, στη ριζική αναθεώρησή της με σκοπό να τη θεσμίζει διαρκώς. Αυτή η αυτοθέσμιση της κοινωνίας αποτελεί τον τελικό σκοπό της πλήρους κοινωνίας που θα βασίζεται στην ελευθερία και στην αυτονομία.
Βιβλιογραφία
Castoriadis C., Done and To Be, (1989) p. 408, trans. D.A.Curtis (1997) The Castoriadis Reader, Oxford, Blackwell.
Castoriadis C., Philosophy, politics, autonomy, trans. D.A. Curtis, Oxford University Press, New York 1991.
Castoriadis C., World in Fragments, trans. D.A.Curtis, Stanford University Press, 1997.
Καστοριάδης Κ., Χώροι του ανθρώπου, μτφρ. Ζ. Σαρίκα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1995.
Καστοριάδης Κ., Ο Πολιτικός στον Πλάτωνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007.
Καστοριάδης Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρου, Αθήνα 2010.
Καστοριάδης Κ. Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
Καστοριάδης Κ., Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1986.
Καστοριάδης Κ., Η Άνοδος της Ασημαντότητας, μτφρ. Κ. Κουρεμένου, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000.
Κίρκεγκωρ Σ., Η Έννοια της Αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1990.
Σκουτερόπουλος Μ.Ν., Πλάτωνος Πολιτεία, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014.
Χάξλεϋ Α., Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, μτφρ. Α. Αποστολίδη, εκδ. Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, Αθήνα 2013.
Whitebook J., Perversion and Utopia. A Study in Psychoanalysis and Critical Theory, ed. The MIT Press London 1996.
[1]Βλ. Καστοριάδη Κ., Ο Πολιτικός στον Πλάτωνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007.
[2]Βλ. Σκουτερόπουλου Μ.Ν., Πλάτωνος Πολιτεία, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014.
[3]Βλ. Χάξλεϋ Α., Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, μτφρ. Α. Αποστολίδη, εκδ. Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, Αθήνα 2013.
[4]Βλ. Καστοριάδη Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρου, Αθήνα 2010.
[5]«…πρώτον, την εγκαθίδρυση ενός άλλου τύπου σχέσεως ανάμεσα στο αυτοστοχαζόμενο υποκείμενο, υποκείμενο θελήσεως και σκέψης, και το ασυνείδητό του, δηλαδή τη ριζική του φαντασία, και δεύτερον, ακριβώς την απελευθέρωση της ικανότητάς του να ποιεί και να πράττει, δηλαδή να σχηματίζει ένα ανοιχτό πρόταγμα για την ζωή του και να δουλεύει μέσα σε αυτό το πρόταγμα», Βλ. Καστοριάδη Κ. Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σ. 89, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
[6]Καστοριάδη Κ., Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, σσ. 102-103, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1986.
[7] Καστοριάδη Κ., Χώροι του ανθρώπου, σ. 165, μτφρ. Ζ. Σαρίκα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1995.
[8] Ό.π., σ. 166.
[9] Ό.π., σ. 165.
[10]«Ο καθένας από μας νομίζει πως είναι ο εαυτός του και ο ίδιος αλλά στα 99,99% είναι ένα απόσπασμα της κοινωνίας που περπατάει και τίποτα περισσότερο. Για να γίνει κάτι περισσότερο χρειάζονται άλλες προϋποθέσεις» Καστοριάδης Κ., Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σ. 44, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
[11]Βλ. Κίρκεγκωρ Σ., Η Έννοια της Αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1990.
[12]Καστοριάδη Κ, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σσ. 154-163, μτφρ. Κ. Σπαντιδάκη, εκδ. Ράππα. Αθήνα 1985
[13]Castoriadis C., World in Fragments, trans. D.A.Curtis, Stanford University Press, 1997.
[14]Castoriadis C., Philosophy, politics, autonomy, pp. 149-150, trans. D.A. Curtis, Oxford University Press, New York 1991 and Whitebook J., Perversion and Utopia. A Study in Psychoanalysis and Critical Theory, pp. 188-189, ed. The MIT Press London 1996.
[15]Καστοριάδη Κ., Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σσ. 45 & 88, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
[16]«Ο νόμος είναι η δόξα μας και ξέρουμε ότι είναι η δόξα μας. Συνεπώς όχι μόνον τον εκάναμε αλλά αν σκεφτούμε εύλογα, στοχαστικά και βουλευτικά ότι πρέπει να τον αλλάξουμε, μπορούμε να τον αλλάξουμε, δεν είμαστε αποξενωμένοι απ’ την ίδια μας την δημιουργία... [Το υποκείμενο γίνεται αυτόνομο] δεχόμενο, προσδεχόμενο, αναλαμβάνον τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου, ανακλώντας και στοχαζόμενο και αυτοστοχαζόμενο πάνω σε αυτά, και καθιστάμενο ικανό να επιλέξει με σχετική διαύγεια ανάμεσα στις ενορμήσεις και στις ιδέες, για να αποφασίσει ποιες θα προσπαθήσει να πραγματοποιήσει» βλ. ό.π., σσ. 62 & 81.
[17]Καστοριάδη Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 157, μτφρ. Κ. Σπαντιδάκη, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1985.
[18]Καστοριάδη Κ., Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σσ. 83 & 91, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
[19]Ό. π., σσ. 153-160.
[20]Ό. π., σ. 155.
[21]Castoriadis C., World in Fragments, pp. 168-169, trans. D.A.Curtis, Stanford University Press, 1997.
[22]Καστοριάδη Κ., Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σ. 175, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990.
[23]Castoriadis C., Philosophy, politics, autonomy, pp. 165, trans. D.A. Curtis, ed. Oxford University Press, New York 1991.
[24]Καστοριάδη Κ., Η Άνοδος της Ασημαντότητας, σ. 114, μτφρ. Κ. Κουρεμένου, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000.
[25]Castoriadis C., Done and To Be, (1989) p. 408, trans. D.A.Curtis (1997) The Castoriadis Reader, Oxford, Blackwell.
[26]Ό.π., σ. 412.
[27]Castoriadis, C., Philosophy, politics, autonomy, pp. 167-168, trans. D.A. Curtis, ed. Oxford University Press, New York 1991.
[28]Καστοριάδη Κ., Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σ. 66, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990
[29]Ό. π., σσ. 21-22.
[30]Ό. π., σσ. 22-23, 52-53.
[31] Ό. π., σ. 76.