×

Μήνυμα

Η λειτουργία αποστολής email έχει προσωρινά απενεργοποιηθεί σε αυτό τον ιστοχώρο, παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.

  ΄΄Ποτέ δεν είδα κάποια αντίφαση ανάμεσα στις ιδέες που πιστεύω και στις ιδέες αυτού του συμβόλου, αυτής της εξαιρετικής φυσιογνωμίας του Ιησού Χριστού΄΄ είχε πει ο Φιντέλ Κάστρο. Η μαρξιστική θεωρία δομεί την αντίληψή της για το  δίκαιο πάνω στο βασικό μεθοδολογικό της εργαλείο για την εξέταση των κοινωνικών φαινoμένων: τον  ιστορικό υλισμό. Οι μαρξιστές θεωρητικοί του δικαίου αντιμετωπίζουν το Δίκαιο ως μέρος του εποικοδομήματος της κοινωνίας και κατά συνέπεια θεωρούν ότι επηρεάζεται και επηρεάζει την οικονομική βάση της κοινωνίας και ότι αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα στοιχεία του εποικοδομήματος.

Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει όποιος θα ήθελε να διερευνήσει τη μαρξιστική θεωρία του δικαίου είναι, ότι δεν υπάρχει κάποιο σύγγραμμα γραμμένο από τους κλασικούς συγγραφείς του μαρξισμού που να είναι εξολοκλήρου αφιερωμένο στο δίκαιο. Παρόλα αυτά υπάρχουν σε πολλά κλασικά βιβλία αρκετές παραπομπές στο ρόλο του δικαίου και έτσι μπορεί να εξαχθεί μια ολοκληρωμένη άποψη της μαρξιστικής αντίληψης για το δίκαιο. Η πρώτη θεμελιώδης αναφορά για το δίκαιο (ίσως είναι ορθότερο, σε σχέση με τη μαρξιστική αντίληψη, να χρησιμοποιείται ο όρος νομικό εποικοδόμημα) που συναντάται στα κλασικά μαρξιστικά κείμενα βρίσκεται στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος , όπου οι Μαρξ και Ένγκελς απευθυνόμενοι στην αστική τάξη αναφέρουν ότι «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που,  κατά τα φαινόμενα, το περιεχόμενο της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας». Η άλλη θεμελιώδης αναφορά εντοπίζεται στον πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας , στον οποίο διαβάζουμε ότι «το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων , αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και  που  σ’ αυτήν  αντιστοιχούν ορισμένες  πάλι  κοινωνικές  μορφές συνείδησης... Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση, τότε ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γρηγορότερα ή αργότερα ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρύζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής... από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς, από τις ιδεολογικές μορφές, που μ’ αυτές συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν». Με βάση τα παραπάνω αποσπάσματα μπορούμε να δούμε τη βασική μεθοδολογία με την οποία θα έπρεπε, κατά τους μαρξιστές να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα του Δικαίου: πρέπει  να εξετάζονται έχοντας ως επιστημονική-φιλοσοφική βάση την ιστορικοϋλιστική αντίληψη για την κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα διαβάζουμε στο πρώτο απόσπασμα ότι το δίκαιο, οι  νόμοι του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος συνδέονται με τις επιδιώξεις, δηλαδή με τη συνειδητή συμπεριφορά, της κυρίαρχης αστικής τάξης. Κρίθηκε μάλιστα σκόπιμο από τους  Μαρξ και Ένγκελς να τονίσουν ότι η θέληση της κυρίαρχης τάξης καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξής της, θέλοντας να υπογραμμίσουν ότι οι υλικές συνθήκες καθορίζουν και όχι το αντίστροφο. Στο δεύτερο απόσπασμα μάλιστα εξηγώντας την κινητήρια δύναμη κοινωνικής εξέλιξης, το νομικό σύστημα τοποθετείται μαζί με την πολιτική στο εποικοδόμημα της κοινωνίας. Έτσι, καθορίζεται η θεμελιώδης σχέση οικονομίας και δικαίου: οι σχέσεις παραγωγής είναι αυτές που αποτελούν τη βάση, το πλαίσιο που καθορίζεται το νομικό εποικοδόμημα. Στο σημείο αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ώστε να μη διαστρεβλωθεί το νόημα που ήθελαν οι ιδρυτές του μαρξισμού να προσδώσουν στη σχέση βάσης-εποικοδομήματος. Οι Μαρξ και Ένγκελς καθόλου δεν εννοούσαν μια μηχανιστική και μονόδρομη επίδραση στην οποία η οικονομία καθορίζει με απόλυτο τρόπο τις νομικές, πολιτικές και άλλες σχέσεις του εποικοδομήματος. Στη μαρξιστική θεωρία εξ ίσου έντονο με το υλιστικό είναι και το διαλεκτικό στοιχείο: το εποικοδόμημα αντεπιδρά στην οικονομική βάση. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως το νομικό εποικοδόμημα, όπως και οι άλλες πλευρές του εποικοδομήματος ,έχει αυτοτελή ιστορική εξέλιξη. Οι οικονομικές σχέσεις είναι η καθοριστική βάση της ιστορίας της κοινωνίας. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως το εποικοδόμημα διαθέτει τη δική του ιστορική δράση. Όσον αφορά το νομικό εποικοδόμημα, ο Ένγκελς σημειώνει ότι «το δίκαιο δεν πρέπει μόνο να ανταποκρίνεται στη γενική οικονομική κατάσταση, να είναι έκφρασή του, αλλά να είναι και μια έκφραση με εσωτερική συνοχή, έτσι που να μην αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό της με εσωτερικές αντιφάσεις. Και για να συντελεστεί αυτό, παραβιάζεται όλο και περισσότερο η πιστή αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων». Δηλαδή,  η εσωτερική συνοχή που απαιτείται  για τη λειτουργία του δικαίου οδηγεί στο να έχει το νομικό εποικοδόμημα μια σχετική αυτοτέλεια, η οποία με τη σειρά της καθιστά δυνατή την αντεπίδραση των νομικών μορφών στις κοινωνικές σχέσεις. Για παράδειγμα, η σύμβαση εργασίας στον καπιταλισμό δεν αποτελεί απλά τη νομική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπου ο κεφαλαιοκράτης και ο εργάτης, σαν τυπικά ισότιμοι εμπορευματοκάτοχοι έρχονται μεταξύ τους σε συμφωνία. Για τους μαρξιστές, η νομική αυτή μορφή είναι σε μεγάλο βαθμό και κατά κανόνα απαραίτητη για την υλοποίηση της ουσίας της σχέσης αυτής και για τη λειτουργία του οικονομικού μηχανισμού άντλησης της υπεραξίας. Η σχετική αυτή αυτοτέλεια είναι το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει στο νομικό εποικοδόμημα να ενσωματώνει διεκδικήσεις των τάξεων και στρωμάτων που υφίστανται εκμετάλλευση. Η κυρίαρχη τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές λαμβάνουν κατά κανόνα υπόψη τους τις διαθέσεις των καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων, λαμβάνουν τελικά υπόψη τους το συσχετισμό των δυνάμεων. Ο συσχετισμός των δυνάμεων θεωρείται ο παράγοντας εκείνος που καθορίζει τη σχετική αυτοτέλεια του δικαίου από την οικονομική του βάση. Εμφανίζονται λοιπόν καταστάσεις κατά τις οποίες η κρατική εξουσία αναγκάζεται συχνά να μην εφαρμόζει ή να ανέχεται τη μη ουσιαστική εφαρμογή του νόμου κάτω από την πίεση των καταπιεζόμενων κοινωνικών στρωμάτων και με στόχο να εκτονώσει τις πιέσεις που υφίσταται. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει κάποιος να παρασυρθεί· η μαρξιστική θεωρία στο σημείο αυτό είναι ξεκάθαρη: η όποια αντανάκλαση του συσχετισμού των δυνάμεων στο νομικό εποικοδόμημα δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει το θεμελιώδες αυτό στοιχείο: την κυρίαρχη τάξη, το κράτος της, το νομικό της σύστημα. Οι όποιες νομοθετικές κατακτήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων είναι εκ των πραγμάτων πάντα δευτερεύουσες. Το κυρίαρχο οικονομικό και νομικοπολιτικό σύστημα τις αφομοιώνει πλήρως. Το δίκαιο παραμένει, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή του, έκφραση του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού και εκφράζει την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Μπορεί η άρχουσα τάξη σε επιμέρους τομείς να προβαίνει σε παραχωρήσεις, αυτό όμως καθόλου δεν αλλοιώνει την ουσία της εξουσίας της όπως εκφράζεται και στο δίκαιο. Μετά λοιπόν από την παραπάνω διευκρίνιση και αφού υπενθυμίσουμε ότι από τη μαρξιστική σκοπιά οι βασικές ιδιότητες του δικαίου είναι η έκφραση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και η διατήρηση και ενίσχυση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, θα ήταν χρήσιμο συνθέτοντας τα παραπάνω στοιχεία να καταλήξουμε σε ένα ορισμό του δικαίου, πάντα, όμως, μέσα από τη μαρξιστική μεθοδολογία. Δηλαδή, παίρνοντας ως δεδομένη τη διαίρεση της κοινωνίας σε ανταγωνιστικές τάξεις και χρησιμοποιώντας τις αρχές του ιστορικού υλισμού. Τότε, θα μπορούσα να πούμε ότι «το νομικό εποικοδόμημα  είναι το σύστημα κανόνων δικαίου που προστατεύονται από το κράτος και που εκφράζει τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και τις συνακόλουθες κοινωνικές σχέσεις (αποτελώντας τη μορφή τους) και, ως εκ τούτου, εκφράζει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους». Στον παραπάνω («μαρξιστικό») ορισμό του δικαίου βλέπουμε να αναδύεται ένα στοιχείο που μέχρι στιγμής δεν έχουμε σχολιάσει: η σχέση δικαίου και κράτους, στα πλαίσια πάντα του ιστορικού υλισμού. Σύμφωνα λοιπόν με τους κλασικούς του μαρξισμού οι νόμοι αποκτούν ισχύ μέσω της κρατικής εξουσίας, μέσω της υλικής και ιδεολογικής δύναμης επιβολής που διαθέτει το κράτος. Ο Ένγκελς στο έργο του ΄΄Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας΄΄ έγραφε: «Όλες οι ανάγκες της κοινωνίας των πολιτών-αδιάφορο ποια τάξη κρατά την εξουσία- πρέπει να περάσουν από την κρατική θέληση για να αποκτήσουν γενική ισχύ με τη μορφή νόμων». Ο Λένιν στο άρθρο του ΄΄Αντιφατική θέση΄΄ τόνιζε ότι «η θέληση, αν είναι θέληση του κράτους, πρέπει να εκφραστεί σα νόμος, καθιερωμένος από μια εξουσία, διαφορετικά η λέξη ΄΄θέληση΄΄ είναι μια κούφια λέξη, μια σαπουνόφουσκα». Βλέπουμε. λοιπόν, πως για τους θεωρητικούς του μαρξισμού το δίκαιο και το κράτος συνδέονται από μια σχέση ανάγκης: οι  νομικοί κανόνες, γραπτοί ή άγραφοι, καθώς και το δίκαιο στο σύνολό του εξασφαλίζει την εφαρμογή του χάρη στην κρατική εξουσία. Το δίκαιο πηγάζει από την κρατική εξουσία, άμεσα ή έμμεσα( στην περίπτωση αναγνώρισης από το κράτος ενός κανόνα ως δικαιικού όταν δεν έχει θεσπιστεί με πρωτοβουλία του ίδιου του κράτους) και προστατεύεται από αυτήν. Ωστόσο, ο ένας ή ο άλλος κανόνας δικαίου, ή ακόμη και τμήματα του νομικού συστήματος, είναι δυνατό να μη βρίσκουν εφαρμογή είτε γιατί το κράτος αδιαφορεί είτε γιατί το κράτος ανέχεται είτε γιατί το κράτος το ίδιο δεν το θέτει σε εφαρμογή. Οι τελευταίες εξαιρέσεις δημιουργούνται ως αποτελέσματα δευτερευόντων παραγόντων και δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σχέση ανάγκης μεταξύ κράτους και δικαίου. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, το νομικό εποικοδόμημα συνολικά, αλλά κατά κανόνα και σε κάθε επιμέρους ρύθμιση, βρίσκεται υπό την προστασία της κρατικής εξουσίας. Είναι δυνατόν, όμως, για λόγους που σχετίζονται με τις  διακυμάνσεις της ταξικής πάλης ή και ποικιλόμορφους άλλους παράγοντες, κάποιοι κανόνες δικαίου να μην προστατεύονται πραγματικά, ή τουλάχιστον όχι αποτελεσματικά, από την κρατική εξουσία. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω του ευνοϊκού για την εργατική τάξη συσχετισμού των δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, επειδή δεν έχουν όλοι οι νόμοι ως σημείο αναφοράς το κράτος αλλά και επειδή υπάρχουν πλευρές που το κράτος δεν ενδιαφέρεται να περιβάλει με τη μορφή του νόμου, είτε γιατί δεν υπάρχει ανάγκη ακόμη για κάτι τέτοιο είτε γιατί δεν έγινε δυνατό  είτε γιατί η κρατική εξουσία επιθυμεί να κρατήσει αφανείς τις σχετικές της δραστηριότητες. Μια άλλη σημαντική πτυχή της σχέσης δικαίου-κράτους αφορά τη συζήτηση για την επίδραση που ασκεί το νομικό εποικοδόμημα στην κρατική εξουσία. Η παραδοσιακή αστική θεωρία υποστηρίζει ότι το δίκαιο ορθότερα το δίκαιο της καπιταλιστικής περιόδου) θέτει φραγμούς στην κρατική εξουσία εξασφαλίζοντας τελικά την υποταγή του κράτους στους νομικούς κανόνες. Υπάρχει, δηλαδή, μια αυτοδέσμευση της κρατικής εξουσίας μέσω του δικαίου: οργανώνοντας τον τρόπο άσκησης της με κανόνες δικαίου, η κρατική εξουσία αυτοπεριορίζεται, αυτοδεσμεύεται να μην ενεργεί αυθαίρετα, αλλά όταν και όπως ο νόμος ορίζει. Η αυτοδέσμευση αυτή, όμως, είναι στην πράξη πολύ σχετική έως ανύπαρκτη. Για τους μαρξιστές η τήρηση της νομιμότητας από την κρατική εξουσία κρίνεται από το συσχετισμό των δυνάμεων. Έτσι, σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, και ανάλογα με τον συσχετισμό των δυνάμεων, τα νομικά κωλύματα παραμερίζονται. Με παρόμοιο σκεπτικό καταρρίπτεται και το επιχείρημα ότι το δίκαιο θέτει το πλαίσιο που διεξάγεται η ταξική πάλη. Σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, η ,ύπαρξη και η διαπάλη των κοινωνικών τάξεων μεταξύ τους καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής, από τη διαλεκτική σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Η οικονομική βάση είναι που καθορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η ταξική πάλη. Αυτό είναι και το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αστικής νομικής επιστήμης: αρνείται τον καθοριστικό, για τους μαρξιστές, ρόλο της οικονομικής δομής των παραγωγικών σχέσεων. Αρνείται, δηλαδή, το ότι οι νομικές έννοιες και αρχές πηγάζουν από τις οικονομικές σχέσεις και όχι το αντίθετο, ενώ διαστρέφουν με νομικά μέσα την πραγματικότητα θεωρώντας την ανεστραμμένη. Αποτυγχάνει λοιπόν να διακρίνει την πραγματική ταξική φύση του κράτους και του δικαίου και τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν και διευκολύνουν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης τάξης. Πριν ολοκληρώσουμε την ενότητα αυτή  θέλουμε  να  σχολιάσουμε τη σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στο δίκαιο και τα άλλα στοιχεία του εποικοδομήματος. Σύμφωνα με τις αρχές του ιστορικού υλισμού ο θεμελιώδης παράγοντας που επηρεάζει την κίνηση του εποικοδομήματος είναι η οικονομική βάση. Υπάρχει όμως και αλληλεπίδραση ανάμεσα στα διαφορετικά στοιχεία του εποικοδομήματος. Όπως σημείωνε και ο Ένγκελς: «η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κλπ ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους, όμως, επιδρούν επίσης η μία πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση». Μιλήσαμε πριν για τη σχέση δικαίου και κράτους. Εκτός από τη σχέση αυτή, όμως, και άλλες μορφές του εποικοδομήματος επιδρούν στο δίκαιο: η ιδεολογία σε όλες τις μορφές της (πολιτική, θρησκευτική κλπ), η ηθική, οι αισθητικές αντιλήψεις επηρεάζουν τη διαμόρφωση του δικαίου. Ισχύει, βέβαια, και το αντίστροφο: ο νόμος επιδρά  στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών, πολιτικών, θρησκευτικών κ.λ.π. ιδεολογικών πεποιθήσεων, στις ηθικές και αισθητικές αντιλήψεις. Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις ιδεολογικές μορφές (μια εκ των οποίων είναι και το δίκαιο) οφείλεται στην σχετική αυτοτέλεια της κίνησης τους. Κυρίαρχη συνιστώσα στην κίνηση τόσο του νομικού όσο και του συνόλου του εποικοδομήματος, σε κάθε περίπτωση, πάντως παραμένει η έκφραση  των αναγκών αναπαραγωγής του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

 

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Η χριστιανική παράδοση έχει μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στην συσσώρευση πλούτου.Η παράδοση αυτή, έχει ως υπόβαθρο τα πανάρχαια κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Ο νόμος του λαού Ισραήλ είχε σαφείς διατάξεις ενάντια στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής:“Η γη δεν πρέπει να πωλείται οριστικά…” (Λευ. 25:23), ενώ θέσπιζε θεσμούς όπως τα Ιωβηλαία έτη για τον ίδιο λόγο.Επίσης, οι προφήτες διακήρυτταν με θάρρος λόγους που με σημερινούς όρους, θα μπορούσαμε άνετα να τους χαρακτηρίσουμε αντικαπιταλιστικούς: “Αλίμονο σε εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι άλλο σπίτι κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοικοι!” (Ησ. 5:8).

Αργότερα, ο Ιησούς Χριστός κράτησε ξεκάθαρη στάση απέναντι στον πλούτο και το χρήμα: “Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους• γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα.” (Ματθ. 6:24). “Είναι ευκολώτερον να περάση μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά πλούσιος να μπη εις την βασιλείαν του Θεού.” (Ματθ. 19:24, ΚΔΤΚ)

Η πρωτοχριστιανική κοινότητα που ιδρύθηκε από τους αποστόλους, βασίστηκε στην κοινοκτημοσύνη των πιστών, και την απόρριψη της ατομικής ιδιοκτησίας: “όλοι οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο και είχαν τα πάντα κοινά· πουλούσαν ακόμα και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους, και μοίραζαν τα χρήματα σε όλους, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός”(Πράξ. 2:44-45). “Όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά.” (Πράξ. 4:32). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει “κανείς ανάμεσά τους που να στερείται τα απαραίτητα. Γιατί όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων. Απ’ αυτό δινόταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.” (Πραξ. 4:34-35).

Επίσης, ηγετικές προσωπικότητες αυτής την κοινότητας, όπως ο Ιάκωβος, είχαν ξεκάθαρη στάση απέναντι στον πλούτο: “Ακούστε με τώρα εσείς οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανά σας, που όπου να ‘ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε, και τα ρούχα σας τα ‘φαγε ο σκόρος· το χρυσάφι σας και το ασήμι κατασκούριασαν, και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Κι ενώ πλησιάζει η κρίση, εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Ακούτε! Κραυγάζει ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε· και οι κραυγές των θεριστών έφτασαν ως τα αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σαν τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο· δε σας προέβαλε αντίσταση καμία.” (Ιακ. 5:1-6).

Στους επόμενους αιώνες, οι πατέρες της εκκλησίας, κράτησαν την αντιπλουτοκρατική παράδοση της εκκλησίας ζώσα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κήρυττε πως “είναι ολέθριο το πάθος της πλουτομανίας και δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να πλουτίζει κανείς χωρίς ν’ αδικεί.” (PG 62:561-2).

Παρ’ όλη αυτήν την ριζοσπαστική παράδοση της χριστιανικής πίστης, το σύστημα της εκμετάλλευσης, έχουν πλασάρει στους λαούς, αντί για την παραδοσιακή ανατρεπτική χριστιανική αντίληψη, ένα μοιρολατρικό “όπιο”, κατασκεύασμα των επιδιώξεών του, που διδάσκει την σιωπή μπροστά στην αδικία, την υποταγή μπροστά στην εκμετάλλευση, που υποθάλπει τον συναγελασμό των διοικούντων της εκκλησίας με τους εκμεταλλευτές πλουτοκράτες, την αποδοχή των πλουσίων ως ευσεβών ανθρώπων που ενίοτε κάνουν και“φιλανθρωπίες”!

Κι όμως, η ριζοσπαστική παράδοση της χριστιανικής πίστης, ούτε καν αυτές, τις“φιλανθρωπίες” δεν αποδέχεται από τους εκμεταλλευτές: “λλ κι ν κόμη προσφέρεις λεημοσύνη, ς προϊν πάνθρωπης κμετάλλευσης δν θ εναι καρπς τν συμφορν τν λλων, γεμάτη δάκρυα κα στεναγμούς; ν γνώριζε φτωχς π πο προσφέρεις τν λεημοσύνη, δν θ τ δεχόταν, γιατ θ ασθανόταν σ ν μελλε ν γευτε σάρκες δελφικς κα αμα συγγενν του. Θ σο πετοσε δ κατάμουτρα τοτα τ λόγια τ γεμάτα θάρρος κα φρονιμάδα: Μ μ θρέψεις, νθρωπε, π τ δάκρυα τν δελφν μου. Μ δώσεις στ φτωχ ψωμ βγαλμένο π τος στεναγμος τν λλων φτωχν. Μοίρασε στος συνανθρώπους σου σα μ δικίες μάζεψες κα τότε θ παραδεχτ τν εεργεσία σου. Ποι τ φελος, ν δημιουργες πολλος φτωχος (μ τν κμετάλλευση) κι νακουφίζεις να (μ τν λεημοσύνη); ν δν πρχε τ πλθος τν τοκογλύφων (τν κμεταλλευτν γενικά), δν θ πρχε οτε στρατι τν πεινασμένων. ς διαλυθον τ ργανωμένα οκονομικ συμφέροντα κα λοι θ’ ποκτήσουμε τν οκονομική μας ατάρκεια.” (Γρηγόριος Νύσσης, Κατά Τοκιζόντων).

Λοιπόν, για να ξεκαθαρίσουμε: καπιταλισμός, πλούτος, επιδίωξη της μεγιστοποίησης του κέρδους, κ.λπ., είναι πράγματα ασύμβατα με την χριστιανική πίστη και παράδοση, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να διαστρεβλώσουν αυτό το γεγονός ή να προτείνουν εναλλακτικές με ορθάνοιχτα τα παράθυρα προς την συσσώρευση πλούτου, και εν τέλει την εκμετάλλευση ανθρώπων.

[…] ατς πο γαπ τν πλησίον σν τν αυτό του δν κατέχει τίποτε περισσότερο π τν πλησίον. λλ μως φαίνεται ν χεις πολλ κτήματα. π πο ατά; π πο λλο παρ π το τι εναι φανερ τι προτιμοσες τ δική σου πόλαυση π τν παρηγορία τν πολλν. σο λοιπν περέχεις κατ τν πλοτο, τόσον στερες κατ τν γάπη. Διότι πρ πολλο θ εχες σκεφθε ν πομακρύνεις τ χρήματα, ἐὰν εχες γαπήσει τν πλησίον. Τώρα δ τ χρήματα εναι συνδεδεμένα μαζί σου περισσότερο π τ μέλη το σώματος κα χωρισμς π ατ σ λυπε σν τν κρωτηριασμ τν χρησιμώτερων μελν. […]

θάλασσα γνωρίζει τ σύνορά της κα νύκτα δν παραβιάζει τν παλαι ροθεσία. πλεονέκτης μως δν σέβεται τν χρόνο, δν γνωρίζει σύνορα, δν νέχεται τ σειρ τς διαδοχς λλ μιμεται τν ρμητικότητα τς φωτις. λα τ ρπάζει, σ λα ξαπλώνεται. Κα πως τ ποτάμια, φο ξεκίνησαν ν ρμον π μικρ ρχ πρτα, πειτα λίγο-λίγο φο αξηθον τρομερ μ τς προσθκες, παρασύρουν τ μπόδια μ τ βίαιη φορά τους, τσι κι ατο πο πέκτησαν μεγάλη δύναμη• μ τ ν ποκτον π ατος πο χουν δη δικήσει δύναμη ν δικον, περισσότερο καταπιέζουν τος πόλοιπους μ ατος πο προηγουμένως δικήθηκαν κα γίνεται γι’ ατος περιουσία τς πονηρίας αξηση τς δύναμής τους. Διότι ατο πο προηγουμένως χουν δικηθε προσφέροντας ναγκαστικ βοήθεια σ ατούς, συμπράττουν στς βλάβες κα στς δικίες τν λλων. Γιατ ποις γείτονας, ποις συγκάτοικος, ποις μπορος δν παρασύρεται; Τίποτε δν ντιστέκεται στ δύναμη το πλουσίου. λα ποκύπτουν στν τυραννία, λα π φόβο ζαρώνουν στν καταδυνάστευση, στε καθένας π ατος πο χουν δικηθε χει κάθε λόγο ν μν πιχειρε ν πάθει χειρότερο κακό, παρ ν ζητήσει κανοποίηση γι σα παθε. […]    

Ποιν λυπήθηκε θάνατος γι τ πλούτη του; Ποις γλίτωσε π τν ρρώστια ξ ατίας τν χρημάτων του; ς πότε χρυσς θ εναι γχόνη τν ψυχν, τ γκίστρι το θανάτου, τ δόλωμα τς μαρτίας; ς πότε πλοτος θ εναι ατία το πολέμου, γι τν ποο κατασκευάζονται τ πλα κα κονίζονται τ ξίφη; ξ ατίας ατο ο συγγενες παραγκωνίζουν τ συγγένεια, ο δελφο μ φονικ διάθεση ποβλέπουν ο νας τν λλον. ξ ατίας το πλούτου ο ρημις φιλοξενον τος φονιάδες, θάλασσα τος πειρατές, ο πόλεις τος συκοφάντες. Ποις εναι πατέρας το ψεύδους; Ποις δημιουργς τς πλαστογραφίας; Ποις γέννησε τν ψευδορκία; Δν εναι πλοτος; Δν εναι μέριμνα γι’ ατόν; Τ κάνετε, νθρωποι; […]Μ. Βασιλείου, Πρς τος πλουτοντας

 

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ

Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, αποτελεί ένα Χριστιανικό κίνημα πολιτικής θεολογίας.Σύμφωνα μ’ αυτήν, η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, σχετίζεται, και με την“απελευθέρωση” από την κοινωνική, οικονομική, και πολιτική αδικία. Ο Φίλιπ Μπέρυμαν (Phillip Berryman), στο βιβλίο του Liberation Theology: essential facts about the revolutionary movement in Latin America and beyond, την περιγράφει ως “μια ερμηνεία της Χριστιανικής πίστης, για τον αγώνα και την πάλη αυτών που υποφέρουν από την φτώχεια, καθώς και μια κριτική της κοινωνίας για την Καθολική πίστη και τον Χριστιανισμό, μέσα από τα μάτια των φτωχών”. Αν και η Θεολογία της Απελευθέρωσης έχει πλέον εξελιχθεί σε ένα διεθνές υπερδογματικό κίνημα, οι ρίζες της βρίσκονται στο κίνημα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Λατινική Αμερική, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, που ξεκίνησε ως μια ηθική αντίδραση απέναντι στη κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα που επικρατούσε. Ο όρος “Θεολογία της Απελευθέρωσης” πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1971 από το Περουβιανό κοινωνικό επιστήμονα, θεολόγο και ιερέα Γκουστάβο Γκουτιέρες (Gustavo Gutiérrez). Σύμφωνα με τον Γκουτιέρες, “η Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι μια προσπάθεια να βρεθεί μια γλώσσα, με την οποία να μιλήσουμε για την αγάπη του Θεού στους θεόφτωχους Χριστιανούς αυτής της ηπείρου… Η εκκλησία δεν είναι ένα καταφύγιο μακριά από την πόλη. Ακολουθεί τα βήματα εκείνου του Ιησού που έζησε, δούλεψε, αγωνίστηκε και πέθανε στο κέντρο της πόλης”, ενώ τονίζει “χωρίς στράτευση στο πλευρό των φτωχών, δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανική ζωή”. Ο Χουάν Ερνάντες Πίκο, ιερέας από την Νικαράγουα λέει: “Η συνεργασία με τον επαναστατημένο λαό, είναι αγάπη και πίστη στο λαό, που βοηθημένος από την εκκλησία στον αγώνα του κατά της αδικίας, αποκτάει εμπιστοσύνη στη θρησκεία του. Πρέπει πρώτα να υπακούμε στη θέληση του λαού, γιατί αυτή είναι η θέληση του Θεού, κι όχι σε εκείνη της συνεργαζόμενης με τους δικτάτορες εκκλησίας”. Ο επίσκοπος-σύμβολο από το Ελ Σαλβαδόρ, Όσκαρ Ρομέρο (Óscar Romero), υποστήριζε πως “η Χριστιανική πίστη δεν πρέπει να μας χωρίζει από τον κόσμο, αλλά να μας βυθίζει μέσα σ’ αυτόν”, ενώ πεποίθησή του ήταν ότι “η δόξα του Θεού, είναι να ζήσει ο φτωχός”. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Πάμπλο Ρικάρντ (Pablο Richard) αναφέρει: “Θέλουμε να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο της πνευματικής αφύπνισης και της Βασιλείας του Θεού, όπου οι φτωχοί είναι οι προνομιούχοι”. Ενώ για τον διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ Κομμουνιστών και Χριστιανών στην Κεντρική Αμερική, υποστηρίζει: “Μεταξύ επαναστατών, η ενότητα και ο διάλογος είναι πάντα δυνατοί. Ιστορικά στην Κεντρική Αμερική αυτή η ενότητα ήταν πάντα ευκολότερα δυνατή, γιατί οι Μαρξιστικές δυνάμεις έχουν ξεπεράσει τον παραδοσιακό ελιτισμό τους και σήμερα δέχονται ως γεγονός την ταυτότητα του λαού, με τη θρησκευτική, ηθική, πολιτιστική, εθνική και φιλοσοφική της διάσταση”.

Συμπερασματικά η μαρξιστική και χριστιανική θεωρία του δικαίου,αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες συγκλίνουν στον ίδιο τρόπο αντιμετώπισης και λύσης της κοινωνικής κατάστασης προσδοκώντας μια ανθρώπινη κοινωνία όπου η αδικία δεν θα έχει καμία απολύτως θέση. Ο Καμίλο Τόρες αυτός ο σπουδαίος επίσκοπος-αγωνιστής της δικαιοσύνης σε μια φράση συμπύκνωσε όλη την έννοια της δικαιοσύνης στην ανθρωπότητα:“Η βία προέρχεται από αυτόν που αφαιρεί την μπουκιά από το στόμα του φτωχού και όχι από αυτόν που αμύνεται να συντηρηθεί στη ζωή.”

 

 

Τριαντάφυλλος Σερμέτης                   Δημοσιεύθηκε  5 Οκτωβρίου 2014


 

 

 

Today 5

Yesterday 9

Month 331

All 75184

Counter