tr 

 

Τριαντάφυλλος Σερμέτης
  Δρ. Φιλοσοφίας ΑΠΘ

Η τομή που επέφερε ο Νίτσε στη φιλοσοφία αφορά στην ολική κριτική του ανθρώπινου υποκειμένου. Ταυτόχρονα ο ίδιος επιχείρησε να εισαγάγει τις έννοιες του νοήματος και της αξίας (1). Εν πολλοίς, αντιπαρατίθεται στην καντιανή κριτική του καθαρού λόγου, θεωρώντας ο Νίτσε ότι δεν υπήρξε μια αληθινή κριτική, εφόσον δεν έγινε με όρους αξιών, και γι’ αυτό το λόγο δεν κατάφερε ο Κάντ να θέσει το πρόβλημα ολιστικά(2). Η έννοια της αξίας προϋποθέτει την αξιολόγηση, η οποία με τη σειρά της επιτρέπει την ολική αξιολόγηση, δίνοντας τη δυνατότητα στον Νίτσε να φιλοσοφεί αφοριστικά και ελεύθερα.

Στη Γενεαλογία της ηθικής ο στόχος του ήταν ακριβώς αυτός. Να παρουσιάσει μια καινούργια κριτική της ηθικής. Η λέξη γενεαλογία είναι μια έννοια που έχει διπλή σημασία. Κατά πρώτο λόγο, σημαίνει την αξία της καταγωγής, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, εξίσου σημαντικό με το πρώτο, σημαίνει την καταγωγή των αξιών(3). Με αυτή τη σύλληψη περί γενεαλογίας ο Νίτσε προσδοκά να επαναπροσδιορίσει τη φιλοσοφία, κάνοντας μια τομή στην ιστορία της, και να επαναθεμελιώσει ουσιαστικά τη σύγχρονη φιλοσοφία. Με τη γενεαλογία του επιχειρεί να ανασυνθέσει τον άνθρωπο από την αρχή, καταρρίπτοντας τα θεμελιακά στοιχεία των αξιών του, και να τον οδηγήσει στον αυθεντικό άνθρωπο, τον υπεράνθρωπο. Υπάρχει ισχυρή πεποίθηση ότι αυτό το γεγονός   δεν έχει καταστεί αντιληπτό σε όλο του το βάθος.

Σ’ αυτή την ολική κριτική της ηθικής που ασκεί, ο Νίτσε δείχνει τις ενεργές και αντενεργές δυνάμεις γενεαλογικά, αναλύοντάς τες μεθοδικά, προκειμένου να καταδειχθούν και να επαναξιολογηθούν. Μηδενισμός υφίσταται όταν οι ύψιστες αξίες της ανθρωπότητας απαξιώνουν τον εαυτό τους. Ο μηδενισμός είναι η μεταβατική κατάσταση που εί- ναι απαραίτητο να διανύσει ο άνθρωπος. Οι νέες αξίες είναι προϊόν του νέου ανθρώπου, του υπερανθρώπου, απελευθερωμένου από την ΄΄ηθικοποίηση των ηθών΄΄(4)

 

Στη «Γενεαλογία της ηθικής» ο Νίτσε αναλύει συστηματικά τις αντενεργές δυνάμεις, οι οποίες κυριαρχούν, και λεπτομερειακά επεξηγεί τις αρχές με τις οποίες επικρατούν. Οι αρνητικές αυτές δυνάμεις κυριαρχούν διαστρεβλωτικά, παραμορφωτικά, στηριζόμενες σε ανθρώπινες κατασκευές, που ουσιαστικά ανήκουν στο χώρο του φανταστικού, του μη πραγματικού. Καταπιέζεται με αυτόν τον τρόπο το καταγωγικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, που είναι η ελευθερία.

Η ενοχή, όμως, ως μια κακή συνείδηση, πώς δημιουργείται; Ο Νίτσε καταφεύγει στη γενεαλογία για να το εξηγήσει. Για να γίνει κατανοητό αυτό το συναίσθηµα ενοχής το αντιπαραθέτει στην έννοια της ενοχής ανάλογα με τη σχέση αστικού δικαίου μεταξύ πιστωτή και χρεώστη (5). Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι και σήμερα η λέξη ενοχή (Schuld) στη Γερμανική γλώσσα, είτε πρόκειται για το νομικό αστικό δίκαιο είτε για τη συνειδησιακή ενοχή, είναι η ίδια. Όπως ασφαλώς συμβαίνει και στην ελληνική γλώσσα. Στις Νομικές σχολές το μάθημα που ονομάζεται ενοχικό δίκαιο έχει ως περιεχόμενο τις σχέσεις που προκύπτουν μεταξύ του πιστωτή και του χρεώστη. Η σχέση μεταξύ της κοινότητας και των µελών είναι σχέση ανάλογη µε τη σχέση μεταξύ πιστωτή και χρεώστη. Η κοινότητα µε το ρόλο του πιστωτή εξασφαλίζει στα µέλη της (χρεώστες) προνόμια ειρήνης, ασφάλειας και προστασίας, µε την προϋπόθεση να µην παραβιάζονται οι συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης. Αυτός που επιδίδεται σε άδικες πράξεις είναι ένας χρεώστης, που όχι µόνο αρνείται να εξοφλήσει το χρέος του απέναντι στον πιστωτή(κράτος), αλλά επιτίθεται και εναντίον του. Όσο οργανώνεται καλύτερα η κοινότητα και ισχυροποιείται, οδηγείται σε συμβιβασμό, καθώς γίνεται όλο και πιο επιεικής η αντιμετώπιση αυτών που παραβαίνουν το νόμο. Ο πιστωτής γίνεται πιο ανθρώπινος, όταν αισθάνεται την ασφάλεια του ισχυρού(6).

Γενεαλογικά το συναίσθημα της ενοχής έχει, λοιπόν, την προέλευσή του στις δικαιϊκές σχέσεις που δημιουργήθηκαν στην αρχή. Καθώς ο άνθρωπος ήταν μέλος μιας κοινωνίας, ο πιστωτής-κράτος θα του εξασφάλιζε την ειρήνη και ο χρεώστης-άνθρωπος θα χρειαζόταν να περιστείλει τα ένστικτά του και να υπακούσει τη συνείδησή του. Την ειρήνη το κράτος την εξασφάλιζε με τη βία. Το όργανο της περιστολής των ενστίκτων είναι η τιμωρία. Τα ένστικτα, όμως, αυτά που δεν εκφορτίζονταν προς τα έξω ως ενεργές δυνάμεις, θα έπρεπε να βρουν καινούριους δρόμους διοχέτευσης της ενέργειάς τους. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να στραφούν προς τα μέσα. Όλα αυτά ο Νίτσε τα ονομάζει ΄΄εσωτερίκευση του ανθρώπου΄΄(7). Η ελευθερία της καταγωγικής φύσης του ανθρώπου, ή η θέληση για δύναμη στη γλώσσα του Νίτσε, που εξωτερικευόταν και εκτεινόταν στα πλαίσια της πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας, μεταστρέφεται και εντείνεται σε ενοχή προς τον εαυτό του. Είναι το χρέος προς την κοινωνία και την ειρήνη. Αυτό το γεγονός προκαλεί οδύνη8. Είναι ο πόνος που προκαλεί ο άνθρωπος προς τον άνθρωπο, δηλαδή προς τον εαυτό του. Η ενοχή είναι αντεστραμμένη ελευθερία. Όσο μια κοινωνία ηθικοποιείται, προκειμένου να ρυθμίζονται οι σχέσεις των μελών της επιφανειακά και σε ένα οριζόντιο επίπεδο για να καταστεί δυνατή η κοινωνική ειρήνη, τόσο το συναίσθημα της ενοχής, του χρέους και του καθήκοντος μεγιστοποιείται στα μέλη της. Αυτό σημαίνει ότι η οδύνη στον εσωτερικό κόσμο του κάθε μέλους μεγαλώνει και η καταπιεστικότητα αυτή δημιουργεί εσωτερικές και εξωτερικές απτές αναταράξεις.

Κομβικής σημασίας για το συναίσθημα του χρέους/ενοχής αποτελεί για τον Νίτσε η έλευση του χριστιανικού Θεού. Η ενοχή, ως συναίσθημα, ενισχύθηκε σε εύρος και σε βάθος και αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα μιας αρρώστιας τρομερής, πολύ περίπλοκης(9). Ο χριστιανικός Θεός είναι ένας Θεός κυριαρχικός, εξουσιαστικός, ο οποίος καταδυναστεύει τους ανθρώπους και είναι έτοιμος να τιμωρήσει στον βαθμό που ο άνθρωπος υποπέσει σε παράπτωμα. Κεντρικό καθοριστικό ρόλο εδώ διαδραματίζει η αμαρτία, ως μια έννοια απόλυτα- και μάλιστα θρησκευτικά- ηθικοποιημένη. Το προπατορικό παράπτωμα δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τον ίδιο τον Θεό, που θυσιάζεται για να εξοφληθεί το χρέος/ενοχή και να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά του παραπτώματος. Η ενοχή είναι τόσο βαριά απέναντι στο χριστιανικό Θεό. Η χριστιανική θρησκεία εισάγει την ιδέα του ανεξόφλητου χρέους και τη μη δυνατότητα της εξιλέωσης(είναι η ιδέα ΄΄της αιώνιας τιμωρίας΄΄). Ο χριστιανικός ιερέας είναι ο διαμεσολαβητής, ο οποίος αναλαμβάνει να εξωτερικεύσει το συναίσθημα της αμαρτίας. Είναι αυτός που εποπτεύει την εσωτερική οδύνη και επιχειρεί να την ανακατευθύνει, οδηγώντας τον άνθρωπο προς τη μνησικακία. Ο άνθρωπος της μνησικακίας είναι στην ουσία ο πονεμένος, που αναζητά μια αιτία του πόνου του. Ο ιερέας κατευθύνει την οδύνη σε μια ενεργή επιθετικότητα προς τα έξω. Η δύναμη της μνησικακίας κατευθύνεται ολοκληρωτικά προς τον άλλον, εναντίον όλων των άλλων. Όμως η μνησικακία είναι ένα εκρηκτικό συναίσθημα που μπορεί να μετατρέπει τις ενεργές δυνάμεις σε αντενεργές. Η μνησικακία, τότε, αλλάζει κατεύθυνση και στρέφεται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Και τώρα ο μνησίκακος αντενεργός άνθρωπος πρέπει να βρει την αιτία της οδύνης του. Ο ιερέ- ας, τότε, εμφανίζεται για δεύτερη φορά για να εποπτεύσει αυτήν την αλλαγή της κατεύθυνσης. Ο ιερέας, σύμφωνα με τον Νίτσε, επινοεί την έννοια της αμαρτίας. «Η αμαρτία παραμένει - για το Νίτσε- το κεφαλαιώδες γεγονός της ιστορίας της άρρωστης ψυχής»(10). Το παράπτωμα παραπέμπει πια στο δικό μου παράπτωμα, στην ενοχή μου. Με αυ- τόν τον τρόπο εσωτερικεύεται η οδύνη. Η μόνη διέξοδος, για τον Νίτσε, από αυτές τις αντενεργές δυνάμεις της μνησικακίας και του χρέους/ενοχής, θα έρθει με τη δραματική πρόταση που θα διατυπώσει: «ο Θεός πέθανε». Ο Θεός ο κυριαρχικός, ο εξουσιαστικός και αφηρημένος, που εποπτεύει τα παραπτώματα και είναι έτοιμος να τιμωρήσει. Μετά από αυτό το γεγονός του «θανάτου του Θεού» ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια εκκρεμότητα με τον εαυτό του και σε σχέση με αυτό από το οποίο προέρχεται(11). Οι αντενεργές δυνάμεις θα ανακατευθυνθούν καθώς θα τραπούν σε ενεργές, και αυτές θα είναι τα νέα υλικά του υπερανθρώπου.

Η ιδιαίτερη αναφορά του Νίτσε στη χριστιανική θρησκεία, ως την κύρια αιτία του συναισθήματος της ενοχής και ως μια βαριά αρρώστια, αποδίδει τη δεικτική αντιμετώπιση ενός χριστιανισμού πραγματικά έντονα εξουσιαστικού, ο οποίος ανέλαβε να καθοδηγήσει τους ανθρώπους με έναν κυριαρχικό τρόπο, εκφραζόμενο μέσα από τη θεσμική εκκλησία και κυρίως την εκκλησία του δυτικού χριστιανισμού. Ο ανατολικός χριστιανισμός, παρότι εισχώρησε σε μεγάλο βαθμό και σε αυτόν η αντίληψη περί ενοχής, στην ουσία του ήταν διαφοροποιημένος ως προς την ερμηνεία του αμαρτήματος. Το προπατορικό αμάρτημα δεν αποτελεί μια δικαιϊκή ή ηθικοποιητική σχέση, αλλά ένα βαθύτατα υπαρξιακό γεγονός που συντάραξε την ανθρώπινη φύση. Αυτό το γεγονός έφερε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με δύο διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης. Από τη μία μεριά είναι το αβυσσαλέο μηδέν και από την άλλη η ποιοτική αναβάθμιση προς μια εξυψωτική πορεία(12).

Για τον ανατολικό χριστιανισμό η έννοια «προπατορικό αμάρτημα(13)» διαφέρει από την έννοια «πρώτο αμάρτημα». Το προπατορικό αμάρτημα είναι το παρόν, είναι η αμαρτωλότητα του κάθε ανθρώπου σε κάθε εποχή. Η εξήγηση της αμαρτίας του Αδάμ ταυτίζεται με την εξήγηση του προπατορικού αμαρτήματος, δε θα βοηθούσε σε τίποτα μια εξήγηση που υποστηρίζει πως επεξηγεί τον Αδάμ αλλά όχι και το προπατορικό αμάρτημα, ή το προπατορικό αμάρτημα αλλά όχι και τον Αδάμ14. Η βαθύτατη αιτία αυτού του πράγματος βρίσκεται στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και πηγάζει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι άτομο και σαν τέτοιο είναι ταυτόχρονα ο εαυτός του και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, έτσι ώστε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος να συμμετέχει στο άτομο και το άτομο να συμμετέχει σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Ο Αδάμ είναι ο πρώτος άνθρωπος, και είναι επιπλέον ο εαυτός του και το ανθρώπινο γένος. Επομένως ό,τι εξηγεί τον Αδάμ εξηγεί και το ανθρώπινο γένος. Υπό αυτό το πρίσμα δεν υπάρχει κληρονομική συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος. Η διαφορά ανάμεσα στο πρώτο αμάρτημα του Αδάμ και στο πρώτο αμάρτημα κάθε ανθρώπου είναι πως το αμάρτημα του Αδάμ είχε για συνέπεια τη γνώση της αμαρτωλότητας, ενώ το πρώτο αμάρτημα κάθε ανθρώπου προϋποθέτει την αμαρτωλότητα ως αναγκαίο όρο.

Η κρίσιμη διευκρίνιση αυτής της ριζικής εκκρεμότητας ανάμεσα στις δύο έννοιες κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να γίνει κατανοητή η αντίληψη της αμαρτίας. Με ποιούς όρους η ανατολική θεολογία ερμηνεύει την αμαρτία; Ας το επιχειρήσουμε μέσα από το πρίσμα της θεολογικής ορολογίας. Με την έννοια αμαρτία δεν εννοείται η παράβαση ή η παρακοή κάποιας εντολής, κάποια παράβαση νομικής υφής ή κάποια παράβαση ηθικής τάξης. Πέρα από τις αξιολογικές αυτές αρχές, η αμαρτία έγκειται σ’ ένα βαθύ υπαρξιακό γεγονός που αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο. Η αμαρτία είναι γνωσιολογικό και οντολογικό γεγονός που αφορά τη ζωή και το θάνατο. Η αμαρτία είναι η εσφαλμένη διαχείριση της γνώσης που οδηγεί εγωικά τον άνθρωπο στη θεοποίηση του εαυτού του, στην αθεοποίηση του θεϊκού. Ο άνθρωπος, αποκομμένος από την πηγή της ζωής, αναλαμβάνει να διαχειριστεί αυτή τη δύναμη της γνώσης, οικειοποιούμενος τη δύναμη του Θεού ως ισόθεος, διψώντας για εξύψωση. Η αμαρτία, επομένως, είναι η αποτυχία του ανθρώπου να διαχειριστεί τη γνώση που του δόθηκε. Είναι η αγωνία του που προκύπτει από την αποτυχία του, ο διαρκής αγώνας να διαφύγει από το σφάλμα του. Είναι η επιλογή του μέσα από τη γνώση να υπερβεί τον εαυτό του και να τον τρέψει τον αλλιώς: να υπάρξει με τον τρόπο του Ακτίστου ή να υπάρξει με τον τρόπο των κτιστών όντων. Είναι η δυνατότητα να υπερβεί τη φύση του και την αναγκαιότητα της φθαρτότητας ή να περιπέσει στη χαώδη κατάσταση της αβύσσου και του μηδενός. Τα παραπάνω ισχυρίζεται με ενάργεια ο ανατολικός θεολογικός λόγος.

Όπως ήδη έχει επισημανθεί, η ενοχή είναι η αντεστραμμένη ελευθερία. Η ενοχή προκύπτει από το φόβο. Ποιό είναι το αντικείμενο του φόβου; Το αντικείμενο του φόβου είναι η αλήθεια του υποκειμένου. Η σύνθεση της λέξης «αλήθεια» υποδηλώνει αυτό που δεν ξεχνάμε. Τί δεν ξεχνάμε; Δεν ξεχνάμε την καταγωγική φύση του ανθρώπου, αυτό από το οποίο προέρχεται. Η λήθη δημιουργεί νοσταλγία αυτού του γεγονότος. Η σύνθεση της λέξης αυτής υποδηλώνει πόνο γι’ αυτό που ξεχάστηκε. Στο βαθμό που επιχειρεί ο άνθρωπος να διαπεράσει αυτόν τον πόνο, τότε θα διαπεράσει και το φόβο και, κατά συνέπεια, και την ενοχή του, και θα βρεθεί μπροστά στην αλήθεια της βαθύτερης ύπαρξής του, που δεν είναι τίποτε άλλο από το έσχατο σημείο της καταγωγικότητάς του, δηλαδή η υπαρξιακή του ελευθερία. Η υπαρξιακή ελευθερία ορίζεται ως η δυνατότητα να αρνηθεί ο άνθρωπος την ίδια του την αλήθεια, να μεταστρέψει την ύπαρξή του, να τρέψει αλλιώς το είναι του. Αυτή είναι η διακινδύνευσή του, η αναμέτρησή του , δηλαδή ,με τον ίδιο του τον εαυτό.

Σημειώσεις

  1. Φρίντριχ Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), σ.38, εκδ.      Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2012.
  2.  Ό.π. σ. 34.
  3.  Ό.π. σ. 39
  4. Φρίντριχ Νίτσε, Πέραν του καλού και του κακού, (μτφρ. Ελένη Καλκάνη), σσ. 36-37, εκδ. Δαμιανού, Αθήνα 2012.
  5. Φρίντριχ Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), σσ. 93-94, εκδ. Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2012.
  6. Ό.π. σσ. 95 κ.ε.
  7. Ό.π. σ. 97.
  8. Ό.π. σ. 96.
  9. Ό.π. σ. 130.
  10. Ό.π. σ. 132.
  11. Βλ. Π. Δόικος, ΄΄Ο θάνατος του Θεού΄΄ και ο μεταφυσικός άνθρωπος, εκδ. Ίνδικτος, Θεσσαλονίκη 2008.
  12. Βλ. Ν. Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, εκδ. Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1992.
  13. Η λέξη «αμαρτάνω» είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (smer-t) και σημαίνει θυμούμαι, μετέχω σε κάτι, λησμονώ εσκεμμένα, αμελώ, αστοχώ, σφάλλω, Βλ. ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη, Αθήνα 2010.
  14. Βλ. Σ. Κίρκεγκωρ, Η έννοια της αγωνίας, μτφρ. Γιάννης Τζαβάρας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1990.

Βιβλιογραφία

Ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη, Αθήνα 2010.

Σ. Κίρκεγκωρ, Η έννοια της αγωνίας, μτφρ. Γιάννης Τζαβάρας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1990.

Ν. Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, εκδ. Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1992.

Φ. Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ.

Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2012.

Φ. Νίτσε, Πέραν του καλού και του κακού, (μτφρ. Ελένη Καλκάνη), εκδ. Δαμιανού, Αθήνα 2012.

Π. Δόικος, ΄΄Ο θάνατος του Θεού΄΄ και ο μεταφυσικός άνθρωπος, εκδ. Ίνδικτος, Θεσσαλονίκη 2008.

Πηγή Επιστημονικό περιοδικό "Φιλοσοφείν":https://onedrive.live.com/view.aspx?cid=D60DF1AF710FC282&authKey=%21AKzor9TVmyCRm2A&resid=D60DF1AF710FC282%21270&ithint=%2Epdf&open=true&app=WordPdf

Today 0

Yesterday 9

Month 326

All 75179

Counter